Πάνος Συκιώτης
Κοίτα πώς έρχονται οι καιροί κι οι άνεμοι στον Εύριπο ούριοι δε φυσούνε, μα τα νεφούρια πλέκονται και τα σκαριά λυγούνε…
Ήταν μια μέρα του Μαρτιού, μια ώρα πριν το Θαλασσινό και τη Σαρακοστή του Μάρτη,
που νέφη ολόμπλαβα, νεφούρια με μπότες και με δασιά σκουτιά…
Ήταν η ώρα η στιγμή, που ο κόσμος εμαράθηκε και γιόμωσε με άφωτα
της μελαγχολίας άντρα
Ήταν η ώρα η στιγμή, που η είδηση της φούρκας
ρόγχος πηχτός και χαλαζόπτωση, μπόρα κι ανεμοζάλη
πάνω από τον πορθμό σαν όρνιου γαμψά σκάλωσε νυχιά και κρώσμα του κοράκου
Ήταν η ώρα-μπόρα, που σαν κοντάρι τ’ άκουσμα στα σωθικά καρφώθη
κι ένα δάκρυ έσταξε πικρό μαζί με το καυτό τραούι:
«Γιατί, βρε Πάνο;
Γιατί, βρε Πάνο – εσύ που ήσουν του γλάρου σύντροφος
ο πλάστης των Αρεθουσοπηγών
των κύκνων ένα ταίρι
της πόλης σου ο άρχοντας
ο λιόντας στις φουρτούνες της, Κανάρης πα στο δοιάκι
π’ έτρεχες πάνω στους αφρούς κι έκοφτες τον Εύριπο για δουλειές
θαλασσινές, του ναυταθλητισμού την αίγλη –
λύγισες τούτον τον καιρό και είπες:
‘‘Τέλος. Τέλος…
Είμαι τελειωμένος…
Το δικό μου το σκαρί δεν έχει αύριο
το δίνω για τα σκρ… απ… και φεύγω για Επάνω…’’»
«Γιατί, βρε Πάνο;»
«Γιατί, βρε Πάνο;…»
«Ναι, αλλά τώρα…
Μία θηλιά κόμπων οι στεναγμοί απ’ την κακιά την μπόρα,
που και χρόνους πριν τη λατρεμένη μου Έφη έφαγε
και από καιρό εμένα κριτσανάει…
Κι από ακοντά,
μαράζι για την τύχη των ζωντανών της συντροφιάς που ταίρια μου τα έχω
απόγνωση απ’ τη στέρηση της στέγης τους και του δικού μου οίκου
Βρόγχοι, σας λέω, μου ’γιναν
κι ένα πουρνό μαρτιάτικο στου Αγιομηνά τη γειτονιά για εμέ τον θαλασσινό τον ηλιοδαρμένο και των καγιάκ μπροστάρη
το τέλος θα σπαράξει
κι εσείς το σώμα μου για τη Μυκαλησσό εμπρός σε αψηλή πυρά
να πέμψετε
την τέφρα μου σε λήκυθο να θέσετε λευκή
και απλόχερη σπορά
στη ράχη του νότιου λιμανιού για αλαργινά φτερώστε την πελάγη
και πείτε όλοι σας με μια μπουρού:
‘‘Ώρα καλή για του αψήλου την καρδιά,
εσύ της Αρεθούσας και της Χαλκίδας ταίρι,
που φεύγεις ΚΥΚΝΟΣ με ολόλευκα πανιά
για των άστρων το χιλιόπλωρο κι ακοίμητο παπόρι…’’»
Το πικραμένο αυλάκι
Βλέπε το, Αρεθούσα μου, το πικραμένο αυλάκι
ο Πάνος μας, που ’σουν η έγνοια του, τ’ ακοίμητο μεράκι
δεν θα αδράχνει το τσαπί, δε θα κρατεί το δοιάκι
το κύκνειο είπε τ’ άσμα του και πάει στο Εφάκι
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 19 Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου