MAR CORRENTE είναι ο Εύριπος. Πάντα τα νερά του κινούνται βιαστικά. Πότε έρχονται από τον βορρά και πότε ξεκινούν από τον νότο. Αυτά τα νερά τα αγαπώ γιατί φέρνουν μαζί τους πλοία με φώτα, σκάφη με άσπρα πανιά και ψηλά κατάρτια, φέρνουν έρωτες, αγάπες, αναμνήσεις, ιστορίες, διηγήσεις και άλλα πολλά.

Κώστας Παππής - Γεωργίου

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Βασίλης Μπαρούτης // Το ονειρικό καταφύγιο των ενδιάμεσων


Το ονειρικό καταφύγιο των ενδιάμεσων


  Περπατούσα σκυφτός στο δρόμο, μόλις είχα κατέβει από το αστικό, οδηγούμενος από μία νεφελώδη αίσθηση προσανατολισμού καθώς βάραινε το κεφάλι μου από το λούτρινο σκίαστρο του ουρανού, μιας ανοιξιάτικης ημέρας ντυμένης όμως βαριά, με σύννεφα που κυοφορούσαν δισεκατομμύρια σταγόνες έτοιμες να στολίσουν τις σκεπές, τα φύλλα στα φυτά που έχασκαν από τα μπαλκόνια και τους δρόμους με την υγρή ασημοσήνη τους. Αν και μεσημέρι ο ήλιος είχε αποσυρθεί στη θαλερή σπηλιά των περαστικών γκρίζων νεφών που είχαν από νωρίς ξεκινήσει να παρελαύνουν πάνω από την πόλη.

  Τα βήματα μου με οδηγούσαν στο σπίτι του παλιού μου συμμαθητή, του Παναγιώτη που μοιραζόμασταν εκτός από το θρανίο στο λύκειο της Χαλκίδας και τις ανησυχίες μας για τα κορίτσια, για τους γονείς μας που δεν αφουγκράζονταν τι αλλάζει μέσα μας, για τους δασκάλους που  έπασχαν να μας μπουκώσουν γνώση αγγίζοντας επιδερμικά τους φανταστικούς μας κόσμους. Είχαμε δηλαδή κάτι σαν μία πρωτόγονη συναλλαγή, ένα πάρε δώσε που θα μπορούσε να μοιάζει και με φιλία αν δεν υπήρχε αυτή η άμιλλα εντέχνως δομημένη από μία σχολική επιτροπή που ήθελε να εφαρμόσει ευγενείς τεχνικές μάθησης, να εκμαιεύσει την επιτήδευση των μαθητών θέτοντας στον καθένα έναν προορισμό, να μας οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ μας, προτρέποντας όλους στην τάξη να βγάλουν τον καλύτερο τους εαυτό και ειδικά μεταξύ όσων έχουν αναπτύξει κάποιο δεσμό, είτε κάθονταν στο ίδιο θρανίο, είτε κάπνιζαν μαζί στο διάλειμμα, να μάθουν να σκέφτονται μεροληπτικά ώστε ακόμα και στις εξετάσεις να μην αφήνει ο ένας να αντιγράφει από τον άλλο. Το σύστημα είχε πετύχει, μεθοδικά και με ήπιο τρόπο οι περισσότεροι μάθαμε να μην δείχνουμε στον διπλανό μας, να μην βοηθάμε μέσα στην τάξη και να κρατάμε την γνώμη μας μόνο για τον δάσκαλο και όχι για τον συμμαθητή μας. Οι εξετάσεις χωρίς καν επιτήρηση. Ήταν σατανικό. Εγώ πάντα αντέγραφα μαθήματα της θετικής κατεύθυνσης από τον Παναγιώτη και εκείνος αντέγραφε τα της θεωρητικής από εμένα. Στο τέλος όμως της χρονιάς, στο πιο κρίσιμο τεστ, αρνήθηκε να μου δείξει την λύση από οποιαδήποτε άσκηση, με αποτέλεσμα να κατακρημνιστεί η συνολική μου βαθμολογία κατά τρεις μονάδες κάτω από την απαιτούμενη της σχολής που είχα επιλέξει. Μετά το πέσιμο και με συντριπτικά κατάγματα στα σχέδια μου, αποφάσισα να μην επαναλάβω καμία διαδικασία και συνέχισα σε ένα άχρωμο Ι.Ε.Κ. δημοσιογραφίας για να πάρω μόνο και μόνο κάποια πιστοποίηση σαν απόδειξη κατάρτισης σε συνοικιακό παντοπωλείο γνώσεων για το επάγγελμα που αποσκοπούσα να κατακτήσω. 

  Μετά από χρόνια, όταν πια η λέξη «παλιός» ερχόταν σαν συνοδευτικό της λέξης «συμμαθητής», τότε συνάντησα ξανά τον Παναγιώτη, τυχαία στο μαγαζί που δούλευα, όταν πλέον είχα μετοικήσει στο μεγάλο χωριό, την Αθήνα. Παρουσιάστηκε ξαφνικά εκεί που σερβίριζα δύο χορτοφαγικά μπέργκερ με έξτρα iceberg και vegan σος σε δύο κοπέλες που έμοιαζαν να έχουν τα μισά μου χρόνια αλλά να ελέγχουν την κάθε μου κίνηση από την προέκταση του χεριού μου με το δίσκο και προς τα εμένα με μία επισταμένη ματιά ενός ανώτερου όντος που ήρθε με το διαστημόπλοιο του να εποικίσει τον κόσμο. Με τον παλιό μου συμμαθητή είμαστε ήδη φίλοι στο Facebook αλλά ποτέ δεν είχε τύχει να βρεθούμε από κοντά. Στην Αγγλία, που σπούδασε τον τελευταίο χρόνο, διάβαζε τα άρθρα μου. Ήταν λέει σαν να μην είχαμε χάσει ποτέ επαφή. Μάλιστα ξεκίνησε να έρχεται πιο συχνά στο μαγαζί και λίγο πριν μπει το καλοκαίρι με είχε καλέσει μερικές φορές σπίτι του, χωρίς εγώ να ανταποκρίνομαι με κάποια φιλική επίσκεψη, καθώς πάντα έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Ήταν όμως η σημερινή μέρα που θα πήγαινα εκεί που έμενε,  σε ένα ιδανικό δυαράκι, όπως έλεγε, τρεις στάσεις από τη γειτονιά μου, με σκοπό ίσως και να συνεχίσουμε αυτό που είχαμε σταματήσει στο τέλος του λυκείου σαν φιλία.

  Εκείνος μόλις είχε τελειώσει το μεταπτυχιακό του στην εφαρμοσμένη πληροφορική.  Δούλευε ήδη για έναν μεγάλο όμιλο και ετοιμαζόταν να αρραβωνιαστεί με την Ελένη, επίσης παλιά συμμαθήτρια που την είχε συναντήσει επίσης με κάποιο παρόμοιο τρόπο που βρήκε και εμένα. Όταν η Ελένη έβαλε σαν πληροφορία στο προφίλ της ότι δούλευε ταμίας σε τράπεζα μετά από λίγες μέρες ένα πρωί να σου τον μπροστά της να της κάνει αδιάφορα κοπλιμέντα για το πόσο δεν άλλαξε παρόλα τα χρόνια που πέρασαν.
  Εκείνο το μεσημέρι, μου τηλεφώνησε για να ανακοινώσει ότι θα το γιόρταζε κάνοντας μας, εμένα και της Ελένης, το τραπέζι στο νέο του σπίτι γιατί μόλις είχε τελειώσει την πτυχιακή του και δεν δεχόταν αντιρρήσεις.

  Εγώ πάλι μόλις είχα τελειώσει το πρωινό μου γιατί ξυπνούσα αργά, αποτέλεσμα της συνήθειας να ξενυχτάω και να γράφω τα άρθρα μου για ένα διαδικτυακό περιοδικό σχετικό με κατοικίδια όπου είχα μία ταξιδιωτική στήλη και έγραφα για προορισμούς φιλικούς σε κηδεμόνες τετράποδων. Μου έδινε ένα πενιχρό εισόδημα όπου μαζί με την μερικής απασχόλησης δουλειά σε ένα μικρό ταχυφαγείο κατάφερνα με κάποιο τρόπο να βγάζω το μήνα.

  Αυτό δεν το αποδεχόταν βέβαια ο Παναγιώτης γιατί οραματιζόταν μία λαμπρή καριέρα και για τους δυο μας. Είχε την πεποίθηση ότι έγραφα κάτι σημαντικό και στο άμεσο μέλλον αυτό θα αναγνωριζόταν από κάποια γνωστή εφημερίδα ή έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο. Εκείνο όμως που με σιγουριά γνώριζε είναι ότι ήμουν ερωτευμένος με την Ελένη από το δημοτικό και παρόλο που είχα βάλει αυτά τα αισθήματα σε μία παγοθήκη και τα είχα φυλάξει στο βάθος της κατάψυξης, κάποια στιγμή θα τα έβγαζα για να δω αν θα μπορούσαν να πάρουν πάλι τη μορφή που είχαν τότε ή είχαν μετουσιωθεί σε ξεθωριασμένες στιγμές που μαζί τους ούτε οίνος ούτε άρτος μπορεί να τις συντροφέψει.

  Η πρώτη του σχέση του με την Ελένη ξεκίνησε στο λύκειο. Του μιλούσα ώρες για εκείνη, που όταν την πλησίασε ήταν σαν να την γνώριζε από χρόνια. Όλες αυτές οι πληροφορίες χρειάστηκαν ένα και μόνο απόγευμα, οι δυο τους σε ένα καφέ και από τότε ήταν αχώριστοι. Ποτέ δεν παραδέχτηκα ότι όταν τους είδα μαζί ένα δόκανο μου τσάκισε τα πόδια σαν να ήμουν το θήραμα μίας ανάξιας καταδίωξης που ο κυνηγός πρώτα παγιδεύει την αλεπού και μετά την θανατώνει. Μου εξομολογήθηκε, τότε που βρεθήκαμε στη δουλειά μου, ότι ήταν το πεπρωμένο του, πάντα πίστευε ότι θα ξανάσμιγαν οι δυο τους αν και την είχε παρατήσει για να εξαλείψει την πιθανότητα ότι αργότερα θα την πλήγωνε αν δεν είχε γνωρίζει και άλλες γυναίκες μέχρι να κατασταλάξει κάπου. Πουθενά δεν στάθηκε να αναρωτηθεί πόσο αυτό με δυσκόλεψε τότε βλέποντας τους να χαριεντίζονται σε κάποιο παγκάκι και να σοβαρεύουν ξαφνικά μόλις αντιλαμβάνονταν την παρουσία μου κοντά τους. Και μετά πνιχτά γέλια και ψίθυροι. Δεν ένιωσα ότι εκείνος έκλεψε κάτι δικό μου, πως άλλωστε να κλέψεις κάτι από αυτόν που δεν το είχε ποτέ αλλά έπιανα τον εαυτό μου να πλάθει ιστορίες πώς  θα ήταν αν ήμουν στη θέση του, αν έκανα τις επιλογές που εκείνος πρώτος είχε την αντίληψη να διακρίνει και να εφαρμόσει άμεσα στη ζωή του.

  Σε αυτό το σημείο, καθώς περπατούσα προς το σπίτι του, η σκέψη μου διακόπηκε από τις πρώτες σταγόνες της βροχής που άρχισαν να ψηλαφίζουν το πρόσωπο μου. Δεν διέκρινα καμία αλλαγή στην ταχύτητα των βημάτων μου, συνέχισα με τον ίδιο ρυθμό, μόνο με μία ελαφριά κλίση του κεφαλιού προς τα κάτω. Για λίγο αφέθηκα να βαδίζω μέσα σε μία υδάτινη κουρτίνα ώσπου η βροχή άρχισε να μοιάζει πως πέφτει ανάποδα από το έδαφος προς τον ουρανό. 

  Η πραγματικότητα έχει κακό σκοπό. Ειδεχθείς καλοπιάσματα και κανακίες για να κρατήσεις τη στάση σου στην καρέκλα. Η πρεμούρα των μουλιασμένων στον ασβέστη και την υγρασία σωμάτων, τρυπωμένων σε σούπερ μάρκετ, σε μηχανοστάσια πλοίων, σε σκαλωσιές, σαν χαρτομάντιλα στη μέσα τσέπη από ένα πανωφόρι που ξεχάστηκαν εκεί για χρόνια και τελικά έγιναν ένα με τις ίνες του ρούχου. Η συνήθεια ευνοεί τη ροή της σκέψης προς έναν καθορισμένο ορίζοντα γεγονότων. Ο έλεγχος, ο φόβος, η αδράνεια, η ψυχική κούραση, όλα τα όπλα των μηχανισμών λειτουργίας του έννομου πειθαρχημένου βίου και στόχος να αποδείξουμε ο ένας στον άλλο ποιος θα προσαρμοστεί καλύτερα, νοθεύοντας την ευγένεια με ειρωνεία, τον θυμό με μελαγχολία, το κλάμα με γέλιο. Παλεύουμε μεταξύ μας εκτοξεύοντας πέτρες και χολή. Χωρίς όμως να χυθεί κάτω ούτε μία σταγόνα αίμα. Κι αν τύχει να συμβεί κάτι τέτοιο υπάρχουν άλλοι κανόνες που έρχονται να σφουγγαρίσουν, σαν μοντέρνες ηλεκτρικές σκούπες να μην γλιστρήσει κανένας συνοριοφύλακας των σκληρών γραμμών του περιγράμματος. Κάθε βράδυ που κάθομαι να γράψω, στην οθόνη του υπολογιστή μου από μέσα διακρίνω έναν συλλέκτη συναισθημάτων που φυλακίζει τα νοήματα σε μία στρεβλή εικόνα της διαύγειας.

  Παλιά που ήμασταν έφηβοι η σκέψη μας ήταν ένα με τα ανακατεμένα μας μαλλιά και τα ατημέλητα ρούχα μας, ενώ τώρα δειλιάζει χαπακομένη με αναμνήσεις θολές, δύστροπες, που καθηλώνουν το ιδεατό μέσα σε ένα παρωχημένο καθίκι, πεταμένο κάτω από το κρεβάτι νοσοκομείου που βρίσκονται κλινήρεις οι δυνατότητες και οι προσδοκίες μας. Αυτά που λέγαμε πριν όνειρα. Παρατημένα άπλυτα από σχολική εκδρομή σε μια σακούλα εις αεί δίπλα στο πλυντήριο. Πριν την ενηλικίωση ένας προθάλαμος με τις τοξίνες των πρωτόπλαστων για να γνέθουν οι άνθρωποι το κουκούλι τους και πολλές φορές φιλάσθενοι μα με ροδαλά μάγουλα, που τους τα τσιμπάει ένας απρόβλεπτος ροκ σταρ μέσα από το you tube, να μαίνονται με τα κομμένα χέρια της νίκης για μία σέλφι και ένα σταχτοδοχείο.

  Τα έβλεπα τριγύρω μου μέσα σε μία οθόνη υπολογιστή να περιβάλλουν αυτό το μεγαλοφυές σχέδιο των δασκάλων. Η ανταγωνιστική διάθεση σε όλο της το μεγαλείο. Η επίδειξη ικανοτήτων και θριάμβου. Η ωραιοποίηση της απομόνωσης σκεπασμένη με μπλε βελούδινα υφάσματα.

  Φτάνω στην πολυκατοικία του Παναγιώτη. Η πόρτα της εισόδου είναι ανοιχτή λόγω μίας χαλασμένης κλειδαριάς. Απόπειρα ληστείας. Ένα χαμόγελο ανατέλλει, ή είναι ο ήλιος που καραδοκεί πίσω από τα φρεσκοπλυμένα σύννεφα που τώρα ξαλαφρωμένα από το υδάτινο φορτίο, στένεψαν και άφησαν κάποιες ακτίνες φωτός να γλιστρήσουν ανάμεσα τους.

  Κάτι φώτισε μέσα μου λόγω ότι αυτή η πόρτα σε αυτή την πολυκατοικία είχε διαρρηχθεί.

Παρόλο που το διαμέρισμα νόμιζα πως θα είναι στον πρώτο ή τον δεύτερο όροφο, σπεύδω να καλέσω το ασανσέρ. Ποτέ δεν εμπιστεύομαι τις σκάλες γιατί δεν ξέρεις ποιον μπορείς να συναντήσεις ή ίσως μπερδέψεις τον όροφο και χτυπήσεις σε κάποιον άγνωστο, ίσως σου ανοίξει μία ηλικιωμένη με ρόλεϊ στα μαλλιά, αλήθεια φοράνε ακόμα ρόλεϊ στα μαλλιά ή κάποιο κορίτσι ονειρεμένο σαν ευχή μελλοθάνατου έτοιμο να σε παρασύρει σε έναν ανεξέλεγκτο ονειρικό οδυρμό εκείνον που σακατεύει τον αρωγό του πάνω στα βράχια του ανεκπλήρωτου πόθου.

  Τελικά ακούω τη φωνή του Παναγιώτη από πιο κάτω, από ένα σπίτι που προοριζόταν για αποθήκη και πρέπει να κατέβεις μία σκάλα αντί να πάρεις το ασανσέρ.

  Στα υπόγεια όντως η βροχή στάζει ανάποδα από το πάτωμα προς τα εσένα. Όταν έχει υγρασία κομμάτια από σταλακτίτες μυαλών και νευρώνων κονταροχτυπιούνται στα απόκρυφα μέρη των συνδαιτυμόνων. Όλοι σκέφτονται το φαγητό και το απόγευμα στα μπόουλινγκ. Κοπάνα από την ανιαρή προσμονή του παράφωνου γύφτου που κουβαλάει παλιά συμπράγκαλα μαζί με ασήμι και μύρο για το βρέφος. Κατάντια στη θραύση των πνευμόνων. Χωρίς το χάπι της άλλης μέρας κι άλλοι θα γεννιόντουσαν με φλογοβόλα στο στόμα και κάτω από τους βουβώνες. Έξω ακούγεται ένα βουητό σαν ένας τεράστιος βούβαλος να ποδοπατάει το πλήθος των αιλουροειδών που τρίβονται στις πλακόστρωτες ταράτσες. Λίγο πιο δεξιά, μόλις στην κάτω γωνία μιας μπαλκονόπορτας, μία φαγωμένη σαγιονάρα κάνει σινιάλο στον ήλιο να μπει μέσα. Ντρέπεται; φοβάται; σιχαίνεται.
  Είναι όλα αυτά τα τζάμια στα μπαλκόνια βρώμικα αλλά διάφανα από την ακινησία. Έχουν λεπτύνει τόσο που μοιάζουν με ζάχαρη ακινητοποιημένη με καμινέτο. Τα πιρούνια ανεβοκατεβαίνουν σε μία οχλαγωγία μεταλλική και συνεπαρμένη. Οπερέτες, βραδινά φορέματα και θέσεις θυρωρείου, όλα ανάκατα πάνω στο στρώμα του κρεβατιού και στο κατώφλι ένας σκύλος να γλύφει το κόκαλο της γίδας, απομεινάρι του γεύματος και τα κατουρλιά του.

Άρχισαν οι φωνές από το δρόμο. Ένα νταούλι, μία χοάνη, ένα μυρμήγκι που σκάβει τη γη. Συμφωνία ολόκληρη. Μετά το φαγητό, ανοίξαμε μία μπύρα και κάτσαμε δίπλα δίπλα στον τριθέσιο καναπέ του σαλονιού. Το απόγευμα στοιβάζεται στον αποχυμωτή και μετά πετιέται στον σκουπιδοτενεκέ. Παντού γύρω μία οσμή σπασμένων κουκουτσιών και ξερού γέλιου. Α, είναι το σπέρμα του φόβου που ραντίζει τα άμφια της καλοπέρασης και της μετριοπάθειας. Πλέον ο πάγος έχει αρχίσει να λιώνει ακόμα και στα βάθη της κατάψυξης. Δεν τολμάω να βάλω το μυαλό μου σε διαδικασία αναπόλησης γιατί θαρρώ πως ξέρω τι θα αναδυθεί από εκεί μέσα. Η Ελένη δεν ήρθε, κάτι της έτυχε οικογενειακό.

  Θυμήθηκα τις μέρες που ήταν κλειστά τα σχολεία στο σπίτι της γιαγιάς που έπρεπε να μένω υποχρεωτικά κλεισμένος μέσα μέχρι κάποιος, πότε ο πατέρας, πότε η μητέρα, να γυρίσει από τη δουλειά. Τα κουλουράκια είναι στο φούρνο, έχει καραμελώσει η ζάχαρη και η μαργαρίνη κάνει τον αέρα να λυγίσει. Κάθε φορά που γεμίζεις ψίχουλα στο πάτωμα θα σε βάζω να τα γλύφεις. Πάρε ανάσα την καρποφορία και πέσε με ψηφιακούς σπασμούς  στο βιτρό που στολίζει την άνοιξη. Η κυοφορία ενός ανάπηρου μυαλού θαμπώνει το πέρασμα του χρόνου και αφουγκράζεται σπασμένους ψιθύρους στις τηλεφωνικές γραμμές των γειτόνων. Κρατιέται η ανάσα στα στενά αρχεία του στέρνου πριν γίνει ρόγχος.  



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου