ΚΑΠΟΙΑ ΒΡΑΔΥΑ
Το όνομα της ταβέρνας δεν θυμάμαι
ξύλινα βαρέλια
αγιόκλημα
φτηνές καρέκλες
θυμάμαι
την θλίψη του ζευγαριού απέναντι
τα μάτια και το χέρι της
τον ατελή ανδρισμό του
ότι δεν ήταν άνδρας
το αδιέξοδο της ομορφιάς του
το χέρι της
ένα δαχτυλίδι εκεί
το χάρτινο κάλυμμα του τραπεζιού
την ησυχία της νύχτας
θυμάμαι
τα μάτια της αβοήθητα
ίσως για πάντα
το θαμπό του βλέμμα
τα φαγητά που δεν έφαγαν
το κρασί στα ποτήρια
τα ψίχουλα
του τοίχου τον ξεφτισμένο ασβέστη
θυμάμαι
την ζέστη του Ιουλίου
τα χαλίκια κάτω
κι έφυγα
πριν φύγουν
το όνομα της ταβέρνας δεν θυμάμαι.
ξύλινα βαρέλια
αγιόκλημα
φτηνές καρέκλες
θυμάμαι
την θλίψη του ζευγαριού απέναντι
τα μάτια και το χέρι της
τον ατελή ανδρισμό του
ότι δεν ήταν άνδρας
το αδιέξοδο της ομορφιάς του
το χέρι της
ένα δαχτυλίδι εκεί
το χάρτινο κάλυμμα του τραπεζιού
την ησυχία της νύχτας
θυμάμαι
τα μάτια της αβοήθητα
ίσως για πάντα
το θαμπό του βλέμμα
τα φαγητά που δεν έφαγαν
το κρασί στα ποτήρια
τα ψίχουλα
του τοίχου τον ξεφτισμένο ασβέστη
θυμάμαι
την ζέστη του Ιουλίου
τα χαλίκια κάτω
κι έφυγα
πριν φύγουν
το όνομα της ταβέρνας δεν θυμάμαι.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΦΗΣ
Ο Νίκος Καρφής γεννήθηκε στη Λαμία στις 5.1.1958. Ήταν το μοναχοπαίδι της Αφροδίτης Βουλγαράκη, η οποία εργαζόταν στις ιατρικές υπηρεσίες του Δήμου Λαμίας, και του Μιλτιάδη Καρφή, εμπόρου ξυλείας.
Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα λόγω προβλημάτων υγείας του πατέρα του, αλλά και της εισαγωγής του στη σχολή κινηματογράφου και τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου.
Το καλοκαίρι του 1979 συνάντησε τη Νορβηγίδα Siv Nilsen με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον Simon. Την ίδια εποχή άρχισε να γράφει ποιήματα και να εργάζεται στον κινηματογράφο, στη Stefi Films κατά κύριο λόγο. Στις πολυάριθμες, ελληνικές και ξένες, ταινίες που γυρίστηκαν την περίοδο εκείνη, ο Νίκος Καρφής συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Γιώργος Πανουσόπουλος, ο Νίκος Νικολαΐδης και ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. Ήταν επίσης παθιασμένος και ταλαντούχος φωτογράφος.
Μετά τον θάνατο του επιστήθιου φίλου του, Νίκου Πάνη, ο Νίκος Καρφής εκδήλωσε διπολική διαταραχή και νοσηλεύθηκε πολλές φορές τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Νορβηγία, όπου επίσης έζησε με τη γυναίκα και τον γιο του για ένα μικρό διάστημα. Δυστυχώς, η ασθένειά του έκανε το όνειρο μιας "συνηθισμένης οικογενειακής ζωής" ανέφικτο. Για τον Νίκο Καρφή, το συνηθισμένο ισοδυναμούσε με το χειρότερο δυνατό σενάριο. Η ανεβασμένη διάθεση που συχνά του προκαλούσε η ασθένειά του ήταν πολύ ελκυστική για να θελήσει να θεραπευθεί. Έτσι, η γυναίκα του και ο γιος του έμειναν στη Νορβηγία, ενώ εκείνος επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ξαναπαντρεύτηκε και χώρισε άλλη μια φορά.
Δεν προσπάθησε ποτέ να εκδώσει τις ποιητικές συλλογές του, δημοσίευε όμως περιστασιακά στα περιοδικά "Ίνδικτος", "Οδός Πανός" και "Η Λέξη". Βρήκε τραγικό θάνατο τον Ιούνιο του 2000.
Ποιήματά του είχε εμπιστευθεί σε φίλους. Ένας από αυτούς είναι ο ποιητής Γιάννης Ανδριώτης, στον οποίο οφείλουμε όσα σήμερα δημοσιεύουμε. Όσο για τα βιογραφικά στοιχεία καιτ ις φωτογρφίες του, μας τα παραχώρησε ο γιος του Simon Karfis Nilsen, που ζει στη Νορβηγία, συμβάλλοντας στο μικρό αφιέρωμα.
Η σχέση μου με τα ποιήματα του Νίκου Καρφή ήταν έρωτας κεραυνοβόλος μόλις μου τα πρωτοέδειξε ο Γιάννης Ανδριώτης. Αυτή η αίσθηση της παντοδυναμίας και του ανίκητου που περιγελά τις κατά τα άλλα αδιέξοδες καταστάσεις τις οποίες ο Καρφής περιγράφει - προφανώς προϊόν της μανιοκατάθλιψης που τον κατάτρυχε - ήταν καθοριστική. Όλοι θέλουμε να νιώθουμε υπεράνθρωποι με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, έστω για λίγο (όσο κρατάει ένα ποίημα) ή έστω κι αν ξέρουμε ότι τελικά ξεγελιόμαστε και ότι το ανίκητο δεν υπάρχει.
Αν ο Νίκος Καρφής πίστευε σε κάποιον Θεό, ήταν σίγουρα ο Θεός των μικρών πραγμάτων. Διάσπαρτες μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν ζωντανά ενσταντανέ, όπως στο ποίημα Κάποια βραδυά και εξηγούν το ταλέντο του στη φωτογραφία. Διαφορετικά, σίγουρα πίστευε στον Θεό του απροσμέτρητου βάθους, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς το βάθος των συναισθημάτων που με τόση σαφήνεια περιγράφει.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι απλή και ο αιφνιδιασμός του αναγνώστη οφείλεται στις ανατροπές της καθιερωμένης τάξης πραγμάτων και όχι σε λεκτικά πυροτεχνήματα. Πρόκειται για μια ποίηση ντόμπρα, αν και ελαφρώς "πειραγμένη" λόγω της πάθησής του, που φλερτάρει με τα όρια, μα ξεκάθαρη και τολμηρή.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου