Ο Χωροφύλαξ
*******
Θάταν
γύρω στο ’50, όταν ο ευτραφής Ενωμοτάρχης κυρ Θεμιστοκλής Σκουλαρίκης κλήθηκε
της εξουσίας τη ράβδο να λάβει και στ’ αρβανιτοχώρια του Κάβο Ντόρο να σπεύσει,
τάξη εξ άπαντος στην άγονη γωνιά της ευβοϊκής νοτιοανατολικής εσχατιάς
επιτακτικά να θέσει.
Ορεσίβιος
ο με τρεισήμισι δεκαετίες ζωής στη ράχη του και με τα πλάκα τα γαλόνια επ’ ώμου
ο άρτι προαχθείς χωροφύλαξ, που δεν χόρταινε να κοιτά, επιδεικνύει, χαϊδεύει
και θαυμάζει τα κτηθέντα σήματα της νέας του δύναμης, από πίστεως πιστός στις
ταγές και το μεγαλείον της πατρίδος, μόλις το διοριστήριον έλαβε έγγραφον, ασθμαίνων
(λόγω και του σωματικού του βάρους, λόγω και των πατριωτικών του ευθυνών, λόγω
και του μικρού διαθεσίμου χρόνου δια την ανάληψιν της υπηρεσίας), μάζεψε τάχιστα
τα ολίγα του προσωπικά υπάρχοντα, αλλά και τα εργαλεία του θρόνου του και…
Εποχή
μεταιχμίου και γεφύρας η του ’50, εποχή ευλαβικής τηρήσεως των πατροπαράδοτων παραδόσεων
από τη μια και του εκσυγχρονισμού από την άλλη… Ως τότε, και λίγους χρόνους
μετά, ο τρόπος ζωής παρόμοιος από αιώνων, αλλά πλέον αλλαγές, μικρές ή
κοσμογονικές, έπαιρναν να γίνονται. Και όσον αφορά τα μεταφορικά μέσα, που
αφορούσαν και τον κύριο Ενωμοτάρχη, σιμά στα τετράποδα όλο και κάποιο
τετράτροχο ανελάμβανε τον – πρωτόφαντο
για την ελληνική ύπαιθρο – ρόλο του.
Ε, λοιπόν ο σερ (του άρεσε, και ανυπερθέτως
του πήγαινε αυτό το σερ του Αγγλόφιλου Θεμιστοκλή Σκουλαρίκη) τα φόρτωσε στον
οικογενειακό του γάιδαρο και πήρε τις ρύμες και τις στενωπούς του γαντζωμένου
στις πλαγιές της Δίρφεως χωρίου του για να φθάσει σε λίγο στην πλατεία, όπου το
πρώτο της ημέρας λεωφορείο θα τον μετέφερε στη Χαλκίδα. Κατά το σύνηθες, θα
έφθανε γύρω στις 7:20, αλλά τον κατέτρωγε το μέγα άγχος αν θα προλάβει το πρωινό
δρομολόγιο για Κάρυστο, που ήταν προγραμματισμένο για τις 7:30 το πρωί.
Βέβαια,
ο οδηγός είχε λάβει το μήνυμα για την πορεία του κυρ Θεμιστοκλή (που
επιβλητικός και άρχων στην πρώτη θέση καθόταν, τα όπλα του ως φρουρός
στρατοπέδου κρατούσε και από της θέσεως αυτής τα πάντα κατόπτευε), οπότε και
φρόντισε την απαιτούμενη ταχύτητα και τις στάσεις για το ανεβοκατέβασμα των
επιβατών να γίνονται δίχως χρονοτριβή. Ακόμη, για την οικονομία του χρόνου
ετούτη τη φορά άφησε κατά μέρος τις απαγορεύσεις του προς τους χωριάτες, που
επρόκειτο να κατέβουν στους Καθενούς ή στην Αρτάκη και είχαν μαζί τους κάποιο
ζωντανό, να μην το βάλουν στην ειδική μπαγαζιέρα του οπίσθιου μέρους του
λεωφορείου, αλλά να το κρατούν στην αγκαλιά ή στα πόδια τους, ώστε τάχιστα να
απέλθουν εκ του τετρατρόχου.
Το κακό ήταν ότι δι’ αυτού του γεγονότος το
όχημα του κυρ Μανόλη Χοίρου μετατράπηκε σε Κιβωτό του Νώε και οι φωνές της
συνομιλίας των επιβατών, που προσπαθούσαν να νικήσουν τα γκράγκα γκρούγκα της
μηχανής και του βρόντου των σκληρών ελαστικών στις λακκούβες και τα λιθάρια του
χωματόδρομου, βρίσκονταν πάντα σε έξαρση! Αυτό απαιτούνταν και από τις
παρεμβάσεις των ζώων (με τα κακαρίσματα ή τα βελάσματά τους,) που φορές συνοδεύονταν
και από τις ‘‘κραυγές’’ των κάτουρών τους ή των κουτσουλισμάτων τους πάνω στων
αφεντικών τους τα χιλιομπαλωμένα ιμάτια!...
Κατάσταση
φύρδην μίγδην, σου λέω, λίγο ως πολύ συνήθης τότε, μα στην περίσταση ετούτη καλή
πηγή αλληλοπειραγμάτων, χάχανων και γέλιου! Κομφούζιο αληθινό, με τις σκληρές οσμές,
διαρκώς αναμειγνυόμενες με τα κροταλίσματα των τροχών και τα αναπηδητά των
επιβατών, που κατά τα πέρασμα του λεωφορείου από τα κακοτράχαλα σημεία των
οδών, ελατήρια γίνονταν και τα κεφάλια τους τρέχανε του αμαξιού την οροφή να
συναντήσουν και με γδούπο στο κάθισμα τα οπίσθιά τους να επανέλθουν!...
Ο
Χοίρος, τιμονιέρης επιδέξιος, έκανε το παν να αποφεύγει τις πολλές κακοτοπιές,
αλλά δεν γινότανε πάντα. Άλλωστε, ο χρόνος πίεζε και ο σερ Σκουλαρίκης έπρεπε
να φθάσει έγκαιρα στον σταθμό των υπεραστικών της ευβοϊκής πρωτεύουσας. Και
όντως έφθασε και όντως κατέβασε τα συμπράγκαλά του και όντως πρόλαβε να μπει
στο λεωφορείο με προορισμό την μελλούμενη καρυστινή του επικράτεια…
Όμως…
Όμως… Θέση για ελόγου του και δη του αξιώματός του θα υπήρχε; Βλέπεις, όλες οι μπροστινές πιασμένες από τους
πρωτοπόρους είναι… Και αυτός (που εκ του αξιώματός του ένιωθε Τσώρτσιλ
Πρωθυπουργός!...) να αναγκαστεί να οδηγηθεί πίσω, στη χλέμπα, στον λαουτζίκο;
Όχι, πως και ο ίδιος εκ του λαού δεν ήτο
γόνος και ουχί από οτζάκιον μέγαν καταγόταν, όχι πως λησμονούσε πως από τα
μικράτα του και ως προ δέκα και πέντε ετών ότι γίδια βοσκούσε, όχι πως δεν
έβγαλε με σπρώξιμο το σχολείο και με τουλουμοτύρια ή μυζήθρες προς τους
καθηγητάδες από τον πατέρα του δώρο.
Και από κοντά, δεν απεμπολούσε ότι και κατά
αδελφών στον Εμφύλιο πολεμών είχε κριθεί ανδραγαθήσας, με αποτέλεσμα την επαύριον
του μεγάλου χαλασμού ως αντίδωρο κρατικό και μέσου τινός προσταγή μονιμότητα
στη Χωροφυλακή να λάβει, τα κιλά του γοργά να αυξήσει και ως εκ τούτου ομοιότητα
προς τον «Πρωθυπουργό της Νίκης» σύντομα να αποκτήσει, γαλόνια Χωροφυλάκου να
λάβει μετά της δοτής – λέοντος – δύναμη και αυθέντου αληθούς απολαβάς!...
«Κύριος…», του κάνει ένα γεροντάκι κάτισχνο
και ξερακιανό. «Κύριος…»
Σφίγγει τα πέντε του δόντια το αγαθό
γερόντιο της ευβοϊκής χώρας για να εκφράσει αυτό το «Κύριος…». Σκόρπια τα ’χει κι
αυτά σαν των δυνάμεών του τα σφρίγη, μα πασχίζει κι ορθώνεται.
«Κύριος,
τη… θέση». Του τη δείχνει και πιανόμενος από τα δεκανίκια των καθισμάτων
αποχωρεί προς τα έγκατα του οχήματος.
«Σας
παρακαλώ, παππούλη…», κάνει ο Χωροφύλαξ και προσπαθεί να τον καθίσει στη θέση
του.
«Μα,
σερ…», του κάνει ο πολιός γέρων. «Μα, σερ, παρα…» και οπισθοβατεί προς της
γαλαρίας τα βάθρα. «Μα, σερ… Η εξου – σία…»
«Η
εξου – σία…» Το δίχως άλλο: «Η εξ – ου –
σία!!!…» Η εξουσία μεγάλη είναι και τρανή, μα το γερόντιο κάτισχνο κι ανήμπορο,
ολιγόπνοο και κάτισχνο, που η Δύναμις αντί να το σεβαστεί, το αντίθετο
συμβαίνει. Αυτό την αγαπά, την τιμά και τη σέβεται!... Κύπτει ευλαβικά στους
θεσμούς και στα πρόσωπα της Αρχής από πιστεύω και χαρακτήρα. Πάντα. Από νήπιο. Απαρεγκλίτως, εμπράκτως πράττει.
Ο Χωροφύλαξ έχει προ πολλού καθίσει, έχει
ισιάξει τη στολή και το πηλήκιό του, έχει ασφαλίσει τον οπλισμό και το ύφος του
και απολαμβάνει τη θέα της πρώτης θέσεως, της θέσεως των Αρχόντων.
Βέβαια, περί των αλλοτινών ομοίων του στις
Κυκλάδες Σχολάριους
Βυζαντινούς στρατιώτες ή πολύ περισσότερο για τους Σχολάριους, το εκλεκτό των
βυζαντινών ανακτόρων τάγμα, που αποτελείτο από Αρμενίους
και στις επίσημες τελετές στα αυτιά τους φανταχτερά και εντυπωσιακά φορούσαν
‘‘σχολαρικά ενώτια’’, όπως
τα αποκαλούσαν, αλλά στο διάβα των κατοπινών αιώνων απώλεσαν εκείνο το αρχαίο ουσιαστικό
‘‘ενώτια’’ και άφησαν τα ‘‘σχολαρικά’’
μόνα τους μέσα από τον λόγο αυτονομημένα να ταξιδεύουν, να μετατρέπονται
σταδιακά σε ‘‘σκουλαρίκια’’.
«Ε, όχι και ο κυρ Νωματάρχης με σκούλαααα….
ρίκια… Ετούτα, γυναίκεια είναι στολίδια και όχι του ανδρός σπαθί. Στο Βυζάντιο
για να το λένε τα χαρτιά και δη του κυρ Παπαβασιλόπουλου…
Όχι… Όχι. Του Παπαρρηγόπουλου, καλέ, είναι γραφτά, όπως μας έλεγε στο
Βίτσι ο Στρατάρχης του Τάγματός μας, ο Ρίνης Δεξόπουλος… Μα πώς τα μπέρδεψα
πάλι, αναλογιζόταν ο κυρ Σκουλαρίκης, Και για μένα το ’λεγε… Για μένα το ’λεγε,
που Σκουλαρίκης ήμουν, βεβαίως, αλλά άνευ σκούλαααα…. ρικίων. Εγώ μόνο τα
ρείκια και τα πολυτρίχια της εσπερινής ήξερα Δίρφεως και το ‘‘Ρίκο Ρίκο,
ρίκοκο, πράσινο βερίκοκο’’, της γιαγιάς μου τραγουδάκι και του Κρυφτού μας το
ρίξιμο για το ποιος ‘‘θα τα φυλάξει’’…»
Ας είναι… Τώρα, ΖΕΙ και δι’ οράσεως απολαμβάνει
τα μέρη, που διαβαίνει αποχαιρετώντας τάχιστα τον πολυφίλητο Εύριπο και περνά από
τη Νέα Λάμψακο, το μυθικό Ληλάντιο, το Βασιλικό, την Αμάρυνθο, τους κόρφους και
την απλωσιά του Νότιου Ευβοϊκού με το Αλιβέρι, την ίδιας του Ληλαντίου Πεδίου ευφορίας
Μάνα της ταμυναϊκής γης, το μεσαιωνικό της Ριζόκαστρο, που τώρα μηχανές κι
εργάτες στα νύχια των ποδιών του τις πρώτες κεντούνε σκαλωσιές και βάσεις χαλυβδένιες
για το λιγνιτωρυχείο της ΔΕΗ, που σε κανά δυο υπολογίζεται χρόνια βιος θα
φωτίζει χωριά και πόλεις της πατρίδας μας.
Το
Ριζόκαστρο! Τι κι αν έμεινε πίσω (και τώρα ο λεωφορειούχος κυρ Μανόλης Χοίρος
άγκυρα για 5-6 ρίχνει λεπτά στον καφενέ του μπαρμπα-Νικόλα του Ηλία στο κόμβο
των Λεπούρων για να αποβιβάσει πέντ’ έξι επιβάτες κι άλλους τόσους να παραλάβει,
ν’ αφήσει πίσω του στο τρίστρατο πυκνές μπούκλες μπλάβου καπνού και να χιμήξει
για τα Κριεζά, τα Κόσκινα, τον Δύστο με την ακρόπολή του και το λεηλατημένο –
κατά την απαλλοτρίωση του ’17 – αρχοντικό των Κοντόσταυλων, να διαβεί τα Ζάρκα,
τ’ Αλμυροποτάμι και πάνω στην ώρα στα Στύρα να φτάσει), ο νους του εκεί, στο
κάστρο του Πορθμού και των Ταμυνών αναρριχάται…
«Αχ! και πόσο θα το ’θελε να ήταν του – σαν
κορώνη – Ριζόκαστρου ο αυθέντης, φεουδάρχης και να ’χε όλη τη Μάνα δική του,
τον κάμπο των Λεπούρων ολοδικόν του και του Δύστου τα βαρικά χωράφια κατά δικά
του! Και, βεβαίως, βεβαίως, υπο… τακτικούς!... Ναι, απαραιτήτως: υποτακτικούς,
υπηρέτες, φρου… ρά! Φρουρά! Ναι· φρουρά! Με την ουρά, να ’χει!
Και
σαν κράζει ‘‘Φρουρά!’’, να τρέχουν και κυράδες με φρου φρου και με φουρά!
Όμορφες, ολάσπρες και με φουρά! Με φουρά! Ίδιες Φρατζέζες του Παρισιού Δ/δες,
που να λάμπουνε πανσέληνες και τον ήλιο να ζαλίζουν!...
Αλλά καιαιεε… φτυκτωρίες! Φτυκτωρίες στην
κορώνα τριών τεσσάρων λόφων! Κι από κοντά, ιππότες με σπιρούνια καιααεε…
σπάθες!... Σπάθες. Κανείς τα έχη του να μην βουλεύεται ούτε καν να τα κοιτάζει…
Βέβαιαααα…
Βέβαιαααα… Σερ!... Σερ!... Όλοι να τον έχουνε Λικάριο ιππότη και
να υποκλίνονται: «Μα σερ… Μαααάσε σερ…» και να μασάει με κουτάλια χρυσά και
απαστράπτοντα!...»
Με αυτούς και τους άλλους συλλογισμούς, την
τρανταχτή μέσα του κουβέντα. ο κυρ Ενωματάρχης βλέπει να μένουν ο ένας μετά τον
άλλον πίσω τους οι οικισμοί και τα νοτιοευβοιώτικα χωριουδάκια, στάσεις και
πάλι στάσεις να συμβαίνουν, που πάντα αγόγγυστα ο ήρεμος και ευγενικός οδηγός
του λεωφορείου της γραμμής Χαλκίδος-Λεπούρων-Καρύστου φροντίζει να κάνει.
Από τα πολλά, και πάνω στο τρίωρο της
διαδρομής εκεί στο βάθος του Νότιου Ευβοϊκού σε μια πρασινογάλαζή του γούβα φωλιασμένο
το Μαρμάρι με μπρος του τους Πεταλιούς και το Λυκόρεμά του προβάλει.
«Λύκο… ρέμα!… Ναι. Βέβαια. Αυτό το είχε
ακουστά από έναν συμπατριώτη του, που είχε πάθος για την ιστορία του ’21 και όλο
στο καφενείο αναφερόταν στα κατορθώματα του Κριεζώτη και των παλικαριών του στο
γειτονικό Κουτρουλομετόχι, αλλα πολύ περισσότερο για την περιπέτεια των
τακτικών του Φαβιέρου τον Μάρτιο του 1826 στο Λυκόρεμα του Μαρμαρίου, που αίσιο
υπήρξε πέρας χάρη στη μαεστρία του Κριεζώτη και την ουσιαστική συμβολή του – με
ευβοϊκή καταγωγή – Υδραίου Ναυμάχου Αλεξάνδρου Κριεζή, που δυο έστειλε
πλεούμενα για να συντρέξουν την προσπάθεια σωτηρίας του εγκλωβισθέντος – από τους Οθωμανούς κρεουργούς του Ομέρ πασά
Καρυνστινλή – ελληνικού στρατεύματος.»
Στη στιγμή, νάσου και η ταμπέλα στην ποθητή
διασταύρωση. Από τη μια δείχνει Μαρμάρι, από την άλλη Άγιος Δημήτριος και την παράλλη
την αρχοντοπούλα Κάρυστο με το ξακουστό της Κοκκινόκαστρο, τους Μύλους της και
τους καβοντορίτικούς της σκοπούς.
Αυτούς
στην πρωτεύουσα της νότιας ευβοϊκής εσχατιάς θα τους χαρεί, άνευ αμφιβολίας και
σύντομα μάλιστα, σε κάποια επίσημη εορτή… Άνθρωπος του νόμου και με επί ιματίου
σαρδέλες πλάκα ο κυρ Νωματάρχης!... Δι’ αυτών και μόνον, δικαιούται δίπλα στον
Δήμαρχο, στον Φρούραρχο και στον Επίσκοπο να κάτσει και μόλις έρθει η ώρα των
χορών, από τους αλλομερίτες πρώτος θα σηκωθεί να δείξει – προς άπαντες – τη λεβεντιά και τη σβελτάδα των κινήσεών του!
Όλοι να τον θαυμάσουν και με πάταγο να τον χειροκροτούν!
Αμ,
τις!... Ένας είναι ο κυρ Θεμιστοκλής ο Σκουλαρίκης! Ένας! Και με σπιρτάδα, παρ’
ότι τα κουμπιά των πανόρουχων της στολής του πολλώς δυσκολεύονται να
σταθούν!... Είναι και κείνα τα ολίγα επιπλέον πάχητα, που δε λέγουν να
εκτραπούν και να απέλθουν!...»
Αυτά είναι που – ετούτη την ώρα – τον ζορίζουν και στην
κατάβαση από τη στενή μπροστινή θύρα του οχήματος, την οποία κατέρχεται
χαιρετώντας τους συνταξιδιώτες τους και παράλληλα ευχαριστώντας τον τζέντελμαν
οδηγό κυρ Μανόλη Χοίρο για τη μαγκιόρα του οδήγηση. Τόσο μαεστρική, παρά τις
κακοτοπιές του ατέλειωτου δρόμου, που συνεχώς τον επανέφερε στη σέλα του
αραβανάτου αλόγου της οικογενείας του. Ένα ζωντανό, που είχε τον τρόπο του είτε
πατώντας σε αφράτη γη είτε σε βραχότοπο (και λες πως διέθετε τα καλύτερα
αμορτισέρ του κόσμου!!!) να σε κάνει να μην νιώθεις καθόλου κραδασμούς και
ανακατωσούρα! Τι ζώο, καλέ! Μα τι ζώοοον ήτο ετούτον!...
«Γεια σου, Μανώλη. Καλό ταξίδι.»
«Γεια σου, κυρ Ενωματάρχη. Καλή θητεία!
«Ευχαριστώ πολύ, Μανώλη. Ευχαριστώ πολύ!...»
«Να είσαι καλά. Καλό βόλι! Και πρόσεχε τους χωριάτες να μη
σου πάρουνε τον αέρα!...»
«Έννοια σου, Μανώλη. Έννοια σου…»
«Τα μάτια σου χίλια, κυρ Ενωματάρχη. Πρόσεχε
τους Καβοντορίτες! Σκληρή φάρα και αδάμαστη!...»
«Ευχαριστώ πολύ, Μανώλη. Ευχαριστώ πολύ!...»
«Άιντε.
Ο μουλατάρης¹ (αυτός με τη μαυροκόκκινη μούλα) σε περιμένει. Είναι ο Φώτης
Ρούσσης. Νομοταγής πολίτης. Καλός αγωγιάτης! Πρώτος!»
«Να ’σαι καλά…»
Ένα παρατεταμένο κλάξον σβήνει τα τελευταία
προς τον οδηγό λόγια αβρότητας του Ενωματάρχη και τον αφήνει πλέον στις
διακρίσεις του πενηντάρη αγωγιάτη (με το κάτισχνο – μα πέτρινο – σώμα και το ηλιοκαμένο
πρόσωπο) να τον καλοχαιρετά, να γίνονται οι πρώτες γνώρες και με σβέλτες
κινήσεις να φορτώνει την πραμάτεια του νιοφερμένου στη μούλα, που με το
μπροστινό δεξιό της ποδάρι σκαλίζει (ποιος ξέρει γιατί) το σκληρό χώμα της
καρυστινής γης.
Μούλα γερή, ακάματη, με αψηλά και τρομερά,
μυώδη, πόδια, που και αυτή με τη σειρά της και τον αέρινο τρόπο της, αφήνει το
σκαλητό και παίρνει να καλωσορίσει τον νέο άρχοντα του τόπου στην καβοντορίτικη
επικράτεια. Αλλά και αυτός, γνώστης της συμπεριφοράς των οικόσιτων ζώων,
χάιδεψε με αγάπη το ζωντανό και αυτό με τη σειρά του του το ανταπέδωσε,
απλώνοντας ένα μακρόσυρτο χλιμίντρισμα και ένα χάιδεμα του προσώπου του με τη
θυσανωτή του ουρά.
Ήταν ένα ευγενικό μούλικο χαίρε προς τον κυρ Νωματάρχη, που με
σκάλα τις πλεγμένες φούχτες του κυρ Φώτη και το στιβαρό του κράτημα από τα
άκρια της σέλας (αναψοκοκκινισμένος σαν κοκκινογούλι από την προσπάθεια)
βρέθηκε στη ράχη του στείρου ζώου. Αυτοστιγμεί σιάζεται λίγο, συνεφέρει.
Πηλήκιο, σακάκι, γραβάτα πρέπει να βρίσκονται στην ευθεία τους. Το επιβάλλουν
οι κανονισμοί της υπηρεσίας και η αφ’ υψηλής σελάτης ράχης διάβασης του
ανθρώπου της τάξης μέσω μονοπατιών, σκινοπρίναρων και καρυστινών αγριοκάτσικων
για την μεγάλη έδρα τού… φέουδού του!
Φέουδο; Ναι· φέουδο θεωρούσε ο κυρ Χωροφύλαξ
τη δύσκαμπτη επικράτεια, που του ανατέθηκε να διοικήσει, και τον εαυτό του
πυργάρη ελόγιαζε! Πυργάρη, απόλυτο άρχοντα!
Και
τους πολίτες της δικής του πλέον καβοντορίτικης γης, που μόλις τώρα τη θωρούσε
και κομμάτι κομμάτι από της μουλάρας τα ύψη κατόπτευε, υπηκόους του τους έβλεπε
και όλοι τους από αύριο κατά γράμμα τους νόμους του όφειλαν να τηρούν απαράβατα!
Γιατί άλλωστε, στη μετεμφυλιοπολεμική
ζούμε εποχή, νόμοι του αίματος για τους εναντίους ισχύουν και όπου δεν πίπτει
λόγος, πίπτει ράβδος ή και… ξερή νήσος!
«Ράβδος; Ράβδος; Ουχί. Ουχί. Υπάρχει και πιο
περιποιητικόν όργανον. Και το όργανον της τάξης το κρατεί και το επιδεικνύει:
Βούνευρον, μαστίγιον, βούρδουλας! ‘‘Βουρρρρ… και τους φάγα…’’»
Πάνω στο τσακ των αρχοντικών του μονολογήσεων
και εκεί που έφτανε με τη σκέψη του να κλέψει και τη δόξα του εκ Λομβαρδίας
Καρύστιου ιππότη Λικάριου (ο οποίος από τούτα τα άγονα – πριν εφτακόσια περίπου χρόνια – ξεκίνησε
μέρη, μικρός και παρακατιανός τω όντι, αλλά που σε λίγο χρόνο έφτασε να
κατατροπώσει τους τρανούς Λατίνους κυριάρχους της ευβοϊκής γης, να γίνει ο
αγαπημένος σύμμαχος του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ και ο του Αιγαίου Κοντόσταυλος!
Ναι. Τα ’ξερε καλά τούτα ο κυρ Θεμιστοκλής Σκουλαρίκης από έναν Μεγάλο Δάσκαλο,
ο οποίος κάποτε βρέθηκε για λίγο στης Δέλφης² τα μέρη και όλο για ιστορίες του
Μεσαίωνα και του ’21 του μιλούσε στον καφενέ του θειού του, του Βασίλ’
Καμπούρη), κάτι τον νύχιασε!...
Σαν στον πλάτανο του καφενέ του θειού του
του Καμπούρη έγερνε αγκιστρωμένη η σκέψη,
πήρε και τον τράνταξε η βροντερή φωνή του μουλατάρη, που προηγούνταν του
ζωντανού κι από το καπίστρι το τραβούσε. Εκείνη την ονειροπόλα ώρα, έστειλε την
κοφτή του προς τα πίσω ματιά, κεντράροντάς την στο πρόσωπο του στολάτου αναβάτη,
που σαν τους περιηγητές του παλιού καιρού φάνταζε, και διαμιάς στην αδρή
πραγματικότητα τον επανάφερε.
«Είσαι καλά, κυρ Νωματάρχα;»
«Ναιεεε… Ναι, Φώτη μου. Ευχαριστώοοο…»
«Αν χρειαστείς κάτι, πες μου, κυρ Νωμα…»
«Άρχοντας! Άρ…»
Με αυτά
και με τα άλλα περνούν τα Χάνια, το Παραδείσι, το Φρυγάνι με τα άξια παλικάρια,
που μια γροθιά σ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα με τον Κριεζώτη είχαν γίνει και
μετά το 1833 κάποια εξ αυτών στα Λέπουρα ως Φρυγανιώτηδες έμειναν, διαβαίνουν
απ’ το Χεροδύναμο, τη λοφοσειρά του Μελισσώνα, φορούν την δρόσο της πλατανιάς του
ρέματος Πορφύρα, διασχίζουν το Φαράγγι τ’ Αϊ-Δημήτρη, ανθίζει η ματιά και η
ψυχή (προπαντός του νιόφερτου Άρχοντα) από τις άγριες ορχιδέες, τις καρυστινές
καμπανούλες, τα χαμομήλια και τα τσάγια, τις παιώνιες, τις αυτοφυείς βιόλες, τα
κορδοβάτια και τους άλλους μόσχους της καβοντορίτικης επικράτειας.
Πόσα και πόσα αυτοφυή αγριολούλουδα έχει αυτή
η απομονωμένη ευβοϊκή εσχατιά, που βιος ερπετά την χαίρονται, πολύχρωμα με τα
πετράδια των φτερών τους τήνε κοσμούν πεταλούδια, πουλιά την κελαηδούν και
ιέρακες την κανακεύουν από ψηλά κρεμασμένοι από τις χρυσές ακτίνες των ήλιων.
Ιέρακες και χρυσαετοί μαζί ζυγιάζονται στους
αιθέρες και πέμπουν τα χαίρε τους στους βαδιστές πάνω στην πράσινη πέτρα της
νοτιοευβοιώτικης απεραντοσύνης, με τη φημισμένη από τη μακρινή αρχαιότητα
σιπολινομάρμαρη³ κτίση, την οποία οι Ρωμαίοι επί πολλού είχαν και με αυτήν την
ομορφιά των παλατίνων τους οίκων για αιώνες δομούσαν!...
Ο δρόμος ανηφορικός και κοπιαστικός για τον
πεζολάτη αγωγιάτη, αλλά και για το ζώο, που στη ράχη του φέρει τον κιλάτο
Ενωματάρχη και την οικοσκευή του, με τα κατσαρολικά της όλο και μεταξύ τους
κρουόμενα, προξενώντας ένα παράφωνο κροτάλισμα προς το αρμονικό ηχοβολητό των
βημάτων της ημιόνας και των κελαηδισμάτων των ακοντιζομένων στην κορυφή των
ουρανών κορυδαλλών ή των κρυμμένων στα σύθαμνα των λαγκαδιών αηδονιών και
γεροκότσυφων.
Εκεί, απαντάνε και το ταπεινό ρημοκλήσι του
Αϊ-Γιώργη του Βορέα, που στέκει φιλόξενο για τους διαβάτες πάνω στους ΒΑ όχτους
της Όχης και καθηλώνει τη ματιά της συντροφίας, προσκαλώντας την για
προσκύνημα, ανάπαυλα και κολατσιό. Βέβαια, και για το ζωντανό πλούσιο και
καθάριο στα ξέφωτα του ρουμανιού γεύμα υπάρχει, φροντίζοντας τ’ αφεντικό του σ’
ένα απάγκιο να το δέσει μέρος, γιατί ιδρωμένο από τον κάματο είναι το έρμο. Κι
αν το ζώο σκύβει με βουλιμία να τρώει, λίγο πιο πέρα οι δυο άντρες ανοίγουν τα
ταγάρια τους και χύνονται στο τουλουμοτύρι, τις ελιές και το ψωμί από τον
οικογενειακό τους φούρνο, ξερό ή φρέσκο καμιά δεν έχει σημασία. Λόρδα πέφτει, ο
καθαρός αέρας πιότερο την όρεξη ανοίγει, πότε και σίδερα θα μπορούσαν να φάνε
ακόμη!...
Έπειτα, με σέβας και προσευχή εισέρχονται στο
φρεσκοασβεστωμένο από τους τσοπάνηδες της περιοχής εκκλησάκι. Πρώτος ο άνθρωπος
του νόμου, ο Χωροφύλαξ, που βγάζει το πηλήκιό του, ανάβει δυο τρία αγιοκέρια
και ευλαβικά προσκυνά. Ακολουθεί ο αγωγιάτης με τα σπασμένα από την ως τώρα τρίωρη
μέσα από ανηφορικούς και κακοτράχαλους (μα πολύ οικείους και αγαπητούς του
δρόμους) πεζοπορία, που πάντα τάμα το ’χει σε κάθε του δρομολόγιο εκεί να
καταθέτει της πίστης του τα σταυροκοπήματα και τις προς τον Θεό του δεήσεις και
ευχαριστίες.
Ταπεινά αντίδωρα αυτά σε έναν ιερό τόπο, για
το ότι ευτύχησε άλλη μία ημέρα γλαυκή και με υγεία να διαβαίνει, αλλά και σημείο
επίλεκτο για να ξαποσταίνει πριν σε λίγο δεχτεί τα σφυροκοπήματα του
αιγαιοπελαγίτικου Βορέα ή στην καλή στιγμή, όπως και ετούτη την ώρα, κατά το
διάβα της κορυφογραμμής του Καβοντόρο να συναπαντηθεί με την σταλμένη – από την
μπλάβα απεραντοσύνη – δροσιστική και πολύ ανακουφιστική για τον κάθε πεζολάτη(7)
θαλάσσια αύρα.
Εν τω
άμα, κόβουν ανατολικά. Μπαίνουν στην γόνιμη μήτρα της υψίκορμης Όχης, του από
καταβολής κόσμου μεγαλοπρεπούς και Ελλήνων εποχής Διοβάδιστου μετά της Οχείας
Ήρας(4) πανύμνητου όρους. Διαδοχικά,
διαβαίνουν το Καλέργο(6), τον φάραγγα Δημοσάρι(6), την Καλλιανού6, το Αγαθό(6),
τους Γκιάλπηδες(6), το Βαθύρεμα(6), τη Σχίχαλη6, με την
αντικριστή του λόγχη του Καβοντόρο και την
– σε μισή ώρα δρόμο – Αμυγδαλιά(6),
που απ’ απέναντι γειτονεύει και με το Φαράγγι της Αρχάμπολης(6).
«Άντεστε, και η πρωτεύουσά σου, κυρ
Νωματάρχη! Η πρωτεύ…», κάνει μεμιάς ο μπαρμπα-Φώτης Ρούσσης, σιάζοντας όσο πρέπει
το λοξό κασκέτο και συνάμα φυσώντας τα χοντρά για την εποχή υφαντά του ρούχα
για να λιγοστέψει κάπως το φορτίο της σκόνης, που μόνιμός του σύντροφος έχει
γίνει.
«Ρούχα χοντρά, σκέφτεται, και μήνας Μάης;
Χοντρά ξεχοντρά, μπαλωμένα ή αμπάλωτα, αυτά και μόνον είχε. Πού να ’βρει άλλα σ’ αυτή τη σκληράδα της ζήσης, που ως
χτες μες στα πολέμια, τους εμφυλίους, τα χαλινά, τις μεγαλοστομίες και τα
ψεματινά των Ιγγλέζων λόγια ζούσε, μα που τώρα άλλαξαν σκουτιά και
περιτύλιγμα!... Αλλάξαν γινήκαν ‘‘βοήθεια!!!’’ Μάρσαλ, αστερόεσσα!... Τι το βάλανε
κείνο το «ρ» στο Μάρσαλ; Μα ’φού οι επιτήδειοι μασάνε με χρυσές κουτάλες, δε θα
πήγαινε πιο καλά να την λένε αυτήν την κυρία: ‘‘Βοήθεια Μάσαλ’’;
Βοήθεια!!!... Μάσα άλλα κι άλλα και την
Μασσαλίαν ούλην!...»
Οι σκέψεις γοργές και ανυπότακτες! Έτοιμες να
δραπετεύσουν να βγούνε έξω, μα μπρος στο σπήλαιο του ουρανίσκου του στέκανε κάτι
Κέρβερου οδόντες και για τον φόβο της κολάσεως, πού να το αποτολμήσουν να
εξέλθουν στην ατμοσφαίρα!... Πού να συναπαντήσουν τους εγκρεμούς, τα σπήλια, τα
διάσελα και τα κακοφάραγγα του Κάβο ντ’ Όρο. Πού να τολμήσουν! Πούουου!... Και
τα βάτια εδώ στην ερημιά δεν έχουνε αυτιά!... Ή, σάμπως, δεν συνοδάει ετούτη τη
μεσημβρινή ώρα και της εξουσίας αυθέντην;
«Εϊ, κυρ Φώτη, τι ψέλλισες;» Και με πιο
δυνατή φωνή, γιατί ξάφνου ο αγέρας δυνάμωσε και σκόρπησε τη φωνή στους λόγγους
και στην ανοιχτωσιά του Αιγαίου, που αν δεν κόρωνες, ούτε και η μακράκουστη
σφυριχτή των Αντιωτών γλώσσα δεν θα μπορούσε με τίποτα να φτάσει ως τα
γειτονικά αυτιά του μουλατάρη μπροστάρη σ’ αυτό το ανεμόσουρμο πέρασμα (τις
Ανεμοπύλες όπως οι γραμματιζούμενοι το φυσούν στα γραφτά και τον νου μας). «Τι
λέεις, κυρ Φώτη; Τιιι λες;»
«Η πρωτεύουσά σου, αφεντικό. Η πρωτεύουσά
σου!»
«Η Αμυγδαλιά;»
«Ναι, κυρ Νωματάρχη! Ηιιι…»
«Α, φτάνουμε;»
«Μόλις περάσουμε τούτο το μπουγάζι, φτάνουμε.»
«Α, επιτέλους.»
Ένας αψηλός κατά τη μύτη του σκυλοπνίχτη Κάβο
ντ’ Όρο θεόρατος βράχος ανέκαθεν ορθώνει τα στήθια του και κόβει το λυσσασμένο
αερικό, που δειλό τώρα έβαλε την ουρά υπό τα σκέλη και ως κύων νικημένος
αποσύρθηκε από το διάβα της υπό – τον κυρ Νωματάρχη Θεμιστοκλή Σκουλαρίκη – εθνικής
αποστολής.
«Και κει γιδοπρόβατα, γρούνια, μπλάρια και
άλλα ζα μες στους δρόμους και στις αυλές των μπακαλούδ’κων και της εκκλησιάς,
όπως και στα άλλα καβοντορίτικα χωριά, που πριν είδες και τρόμαξες. Τα ίδια κι
απαράλαγα θα ’βρεις!...»
«Θα μπει τάξη, κυρ Φώτη! Θα μπει τάξη! Από
αύριο! Από αύριον, κιόλας! Πρωίαν λίαν! Σε
κάθε χωριό της δικαιοδοσίας μου. Σε κάθε…»
«Σε κάθε, κυρ Νωματάρχα. Σεεεε…»
«Και πρώτα από την έδρα. Από την έ…»
«Εδώ είμαστε, κυρ Νωοο…»
Ο βαθμοφόρος έκπληκτος, τον κόφτει απότομα.
«Εδώ; Σ’ αυτό το μονόριχτο; Σ’ αυτό το κοτέτσ’;…»
«Σ’ αυτό. Ένα δωμάτιο για τις ανάκρισες, ένα
για κρατητήριο και ένα, ίσα μ’ ένα κοτετσάκι, για την ανάπαυσή σου, κυρ
Ενωματάρχη μας.»
«Βρε, μπράβο μεγαλεία! Βρε μπράβο
διοικητήριον! Βρε, μπράβο μου!»
«Και μπράβο έχουμε και ντελάλη έχουμε, τον
Σπύρο τον Σφυρίδη τον Αντιώτη και τυρίον, που πες, τουλουμοτύρ! Τρως ένα τρίμμα
και λιώνεις! Λιώ – νεις!»
«Λιώ – νεις;»
«Ναι, αφέντη. Απ’ τη στάνη του Γιώργη Λιώνη.
Λιώνεις από γέψη και μοσχοβόλια. Είναι ζυμωμένο με την αρμύρα του πέλαου, το
ιώδιο της θάλασσας και τη λεβάντα των αγριοπούρναρων του Κάβο ντ’ Όρο μας!»
«Καλά η μπάκα μας θα τανίσει!...»
Τη χαϊδεύει και συγχρόνως πέριξ των χειλέων
του στριφοκυλά την ως φρύνου γλώσσα του.
«Έλα, Νωματάρχα. Κούμπωσα καλά τις φούχτες
μου. Σκάλα γερή. Πάτα
την αρίδα σου να κατέβεις και
άμε στο καλό να ξαποστάσεις. Την πραμάτεια σου τη φέρνω εγώ στην κάμαρα.»
«Μαααα…»
«Μα, τι Νωματάρχης είσαι! Στα πούπουλα θα σ’
έχουμε.»
«Να είσαι καλά, μπαρμπα-Φώτη μας. Σε
ευχαριστώ πολύ για την υπηρεσία. Αύριο πρωί έτοιμη και η διατακτική να
πληρωθείς για το αγώγι.»
«Όποτε ευκολύνεται η ’περεσία. Μου τα ’χει
ξηγήσει από ψες ο Πρόεδρας του χωριού, ο Δημο-Λιόλιος, που μ’ έστειλε για τ’
αγώγι. Όποτε…»
«Και πού ’σαι, κυρ Φώτη μου. Με το πουρνό μου
στέλνεις και τον κήρυκα.»
«Τον κόκορα; Τι τον θες; Για να σε ξυπνά ή
για να τον κάμεις καπαμά με γκόγκιλιες και σκληροτύρι του τόπου μας;»
«Όχι, καλέ μου αγωγιάτη. ‘‘Κήρυκας’’ είπα,
ντελάλης, όπως οι Οθωμανοί μας το ’μαθαν και το λέμε όλοι.
«Α, κατάλαβα. Τον Σφυρίδη;»
«Α, γεια σου. Τον Αντιώτη.»
«Με τη χαραγή θα ’ναι στο Τμήμα.»
«Να καθαρίσουμε την ‘‘κόπρο του Αυγείου’’!»
«Απ’ της αυγής τη στράτα ούλοι μας εδώ
πιλαλούμε!...»
«Άιντε. Καλή ξεκούραση.»
«Καλή ανάπαυση, κυρ Νωματάρχα μας.»
Εκεί, κατά το δείλι ο αγωγιάτης πήρε τις
γνώριμές του στράτες για να καταλήξει στο κονάκι του, να φροντίσει τη μούλα και
τ’ άλλα του ζωντανά, να φάει με την Αγλαΐτσα του και τους τρεις τους γιούδες,
που σήμερα ολημερίς σκάβαν τους σκόλους στ’ αμπέλι της Πέρα Λάκας του μεγαλοταμαχιάρη
Γιάν’ Γκίκα.
Εν τω μεταξύ, στο διάβα προς το σπιτικό του,
πέρασε και από το μαντρί του Αντιώτη Σπύρου Σφυρίδη, που μαθημένος από τα
σφυριχτά του χωριού του, ό,τι λαλάει, μίλια μακριά του το στέλνει. Τον βρήκε
και του ’πε κατά γράμμα τι ο νέος Χωροφύλαξ του χωριού τον θέλει κι αυτός μετά
χαράς και περηφάνειας αποκρίθηκε: «Έγνοια σου, μπαρμπα-Φώτη. Χαράματα χαράματα
θα βρίσκουμαι έξω από τη θύρα του Τάγματος και θα τον περιμένω να ξυπνήσει για
να κάμω ό,τι με διατάξει.»
Αυτό και με το αυριανό πρωτολάλημα του
πετεινού έπραξε. Μια και δυο μπάστακας «έξω από τη θύρα του Τάγματος». Κατά τις
εξήμισυ άνοιξε και η θύρα του Τμήματος από τον ένοικό του, που εξήλθε τανιζόμενος
και μετά χάσμουρων, παρατεταμένων!
«Κυρ Ταγμα… μου», όπως από τον στρατό ήξερε,
πήγε να πει, αλλά δαγκώθηκε. «Κυρ Χωροφύλαξ. Διατάξτε.» Και κατά της
στρατεύσεώς του το σύνηθες, που υπήρξε η μόνη περίοδος φυγής του από την
καβοντορίτικη επικράτεια, χτύπησε προσοχή.
«Κα – λά…», του κάνει και δια νεύματος ο
νιόσταλτος στον τόπο τους άνθρωπος του νόμου και της εξουσίας, ρίχνει άλλο ένα
ανόρεχτο «Κα – λά…»
«Διατάξτ’…», κάνει ο Καβοντορίτης.
«Σκουλαρίκης Θεμιστοκλής. Ενωμοτάρχης.»
«Ενωμ… Σκουλα – ρίκης;» Και ασυναίσθητα
πιάνει το αυτί του. δείχνοντας απορία μεγίστη για κείνο το… ‘‘Σκουλαρίκης’’.
‘‘Μα είναι δυνατόν άνδρας του νόμου να είναι ‘‘Σκουλαρίκης’’;
«Σκουλαρίκης. Ναι. Σκουλαρίκης Ενωμοτάρχης.
Και μια και απορείς για το επίθετό μου. Άκου και τούτα, που μου τα ’μαθε ένας
σοφός Εγριπιώτης δάσκαλος. Να τι μου ’πε κάποτε:
<<Πριν
χίλια τόσα χρόνια υπήρχαν οι Βυζαντινοί ‘‘Σχολάριοι’’, μέλη ενός τάγματος από βαρβάτους
Αρμενίους στρατιώτες που φύλαγε τον Αυτοκράτορα. Μάλιστα, στις επίσημες τελετές
φορούσαν στα αυτιά τους φανταχτερά και εντυπωσιακά ενώτια, όπως από
τα αρχαία χρόνια τα κρεμαστάρια των αυτιών ονομάζονταν, ενώ στη βυζαντινή εποχή
τα λέγαν ‘‘σχολαρικά ενώτια’’.
Με τα χρόνια χάθηκαν τα ‘‘ενώτια’’ και μας έμειναν
τα ‘‘σκουλαρίκια’’.>>
Αυτά για το ‘‘Θεμιστοκλής
Σκουλαρίκης’’, Κε Σφυρίδη. Πάμε στο φλέγον.»
«Φλέγον;»
«Ναι, φλέγον. Αυτό, που πρέπει να γίνει τώρα, δίχως αναβολή. Άκου,
λοιπόν.»
«Μά’στα, κυρ Νωματάρχα μας. Μά’στα.»
«Μά’στα κι άστα. Με φτερά στα πόδια. Διαταγή
Θεμιστοκλή Σκουλαρίκη, Ενωμοτάρχη.»
«Μά’στα, κυρ Νωματάρχα μας. Μά’στα.»
«Λοιπόν. Διαταγή. Παίρνεις σβάρνα όλα τα
χωριά της εξουσίας μου και διαλαλείς πως…»
«Πώςωως;»
«Τέρμα τα αδέσποτα ζώα στους δρόμους, στα
προαύλια των Σχολείων, στα μαγαζιά, στις εκκλησιές. Όλα μαντρωμένα σε στάβλους,
φραχτά, αυλές… Ή παλουκωμένα στα ξέφωτα και στα χέρσα.»
«Χέρ – σα…»
«Διορία τριών ημερών. Ζώον ουδέν ελεύθερον.
Οι παραβάτες τιμωρούνται αυστηρά.» Έχει κορώσει πλέον. Με βήμα στρατιωκόν,
παρελάσεως μπαίνει μέσα. Φέρνει τα όργανα της επιβολής: εν πιστόλιον, εν
μακρύκανον τουφέκιον, χειροπέδες και εν βούνευρον, μαστίγιον μήκους 130
εκατοστών και κάτι. Το βιτσίζει στον αέρα, σαν Γερμανό των Ες Ες τον θωρεί και
τρόμο στον καλοκάγαθο αγροτοκτηνοτρόφο νέο χαράζει.
Ο Σπύρος Σφυρίδης στέκει με τα χέρια πίσω
και το στόμα ομπρός, χάσμα... Σαν σπήλαιο των ακτών της γειτονικής Αρχάμπολης(6),
που διαρκώς του πελάου την αρμύρα μια χάφτει και μια ξερνάει, μα ανοιχτό, πάντα
ανοιχτό, μένει.
«Τα αδέσποτα ζώα κατάσχονται και δημεύονται.
Θα συλληφθούν και θα πωληθούν. Τα χρήματα θα προσφερθούν δια τας ανάγκας του
Ιερού μας Ναού. Τα αφεντικά τους θα συλληφθούν και αυτά. Πάραυτα. Θα τους
περάσω χειροπέδες και θα τους αμολήσω. Ας υπάγουν όπου θένε. Θα τους ξαμολήσω
και θα τους αφήσω έτσι, με τα βραχιόλια, για έναν… μήνα.
Εμπ – ρός!
«Μααάρς…»
«Μά’στα, κυρ Νωματάρχα μας. Μά’στα.»
«Πρώτα από το Πανωχώρι.»
«Τρέχω, κυρ Νωματάρχα μας. Τρέεεχω.»
«Τρεεέχε. Και η πληρωμή σου χρυσή.»
Και τρέχει. Ερμής φτερωτός, κήρυκας
κεραυνός ο απ’ τ’ Αντιά6, το χωριό των
σφυριχτάδων ομιλητών, Σπύρος Σφυρίδης, που στην Αμυγδαλιά από πενταετίας
γαμπρός ήρθε και ρίζωσε! Για το πότε βρέθηκε στο Πανωχώρι, δεν φαντάζεστε! Και
η φωνή του στεντόρεια, τρομερή. Μαχαίρι στις καρδιές των ορεσίβιων και τραχιών
Καβοντοριτών ρολάρει:
«Άνθρωποι, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ!... Πρόβατα,
κατσίκες, αγελάδες!... Είπε και διέταξε ο Χωροφύλαξ Νωματάρχης κυρ Σκουλαρίλης
ΓΟΥΡΟΥΝΙ, να μηηηη… μείνει σε πλατείες, δρόμους, εκκλησιέεεες!... Σεεε…
σχολεία, μαγαζιάααα!...»
Ακούσατε!... Ακούσατε!...
Ακούσατε!... Ακούσατε!...
Ακούσατε!... Ακούσατε!...»
Μια ανάσα και στο διαπασών πάλι και πάλι:
«Άνθρωποι, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ!... πρόβατα, κατσίκες,
αγελάδες!... είπε και ελάλησε Χωροφύλαξ Νωματάρχης ΓΟΥΡΟΥΝΙ Σκουλαρίκης, να μη…
μείνει σε πλατείες, δρόμους, μαγαζιάααα! Νωματάρχης ειεί...πεεε… ΓΟΥΡΟΥΟΥΟΥ….ΝΙ!...
Χειροπέδες για ’να μήνα θα φορέσει σ’ όποιονα ως αύριο δεν μαντρώσει του τα
ζααααα…
Καιεει… βουρδουλαααα… Μαστίγιον κρατεί
ειείπεεε… Κι όπου δεν πίπτει ρααά…βδος,
πηιι…τιααάαα… οοοο λοοό… γος!
Μαζέψτε άλογα, ΓΑΙΔΟΥΟΥΟΥ…ΡΙΑ, μουλάρια
εσείς, ω χωριανοί, ματσούκι θα γεφτεί
και τα ζα του θα πουλήσει ο Χώοο – οφύλαξ για της εκκλησιάς μας το
πααα…γκααά…ρι, χωριάτες μου, δαμάλια και γαϊιι… δααάαα… ροι!... Πααα – λουου –
κώστε και τα ζα σας σωωώ…στε!... Οι δρόμοι να καθαριστούν, η μύγα να χαθεί κι
οι αρρώστιες να τσακιστούν απ’ τα χωριά του Καβηηη… ρεεεε… ααα!... Τααα χωωω –
ριααά του Καφηηη… ρεεεε… ααα!...
Ακούσατε!... Ακούσατε!...
Ακούσατε!... Ακούσατε!...
Ακούσατε!... Ακούσατε!...»
Με αυτά και με τα άλλα ο γεμάτος στο μάτι κυρ
Χωροφύλαξ σύντομα τάξη διέταξε κι έβαλε στον τόπο και όλοι υποκλίθηκαν στα
εξουσιαστικά του τάλαντα και την αλύγιστή του υπομονή!
Βλέπεις,
μέγα του πάθος για την τάξη και την καθαριότητα.
Αν και
λέγουν πως μισή η δική της είναι αρχοντιά, ο κυρ χωροφύλαξ στο διπλάσιο και
βάλε την ήθελε: ΟΛΟΚΛΗΡΗ! Εις το άρτιον! Και αρτίως αρτίστα την προσδοκούσε.
Και το πέτυχε! Ο κήρυκάς του τόπε και οι Καβοντορίτες με σφιγμένη την ψυχή το
δέχτηκαν. Το φόβος, βλέπετε τα έρμα φυλάει και την υγεία υπηρετεί.
***************
Πέρασαν δεκαετίες από τότε, όταν για καλή μου
τύχη έτυχε να βρεθώ σε μια παρέα με τον υπέργηρο Λευτέρη Ρικέζα¹ από τον οικισμό των Βαρελαίων(6), όπου και ο θείος μου ο Θανάσης
Παπανικολάου δάσκαλος εκείνη την εποχή εκεί είχε χρηματίσει, ενώ αυτός μαθητής
του υπήρξε, οπότε απάνω στην άψη της συζήτησης και τη δηλωθείσα επιθυμία μου να
ζήσω από κοντά την αγριάδα της θάλασσας και των τόπων του Καβοντόρο, πολλά μου
είπε, και συνάμα έσυρε από τον νου του και μου αφηγήθηκε την ιστορία για τον
ευτραφή Χωροφύλακα κυρ Θεμιστοκλή Σκουλαρίκη, που με πάθος και σωφροσύνη
υπηρέτησε τη θητεία του στην άγρια ραχοκοκαλιά της Όχης και των ακτών της
Φυλάγρας(6), των μυθικών Κοίλων(6), της Αμυγδαλιάς(6) και της Αρχάμπολης(6).
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 22 [Κορωνοποιημένου] Μαρτίου 2020
Λεξιλόγιο
1.
Μουλατάρης: ο
ιδιοκτήτης της μούλας, του ημιόνου-μουλαριού
2.
Δέλφη: λαϊκή
ονομασία του ευβοϊκού όρους Δίρφη
3.
Σιπολινομάρμαρη
κτίση: το πράσινο μάρμαρο, που επικρατεί στην Νότια Εύβοια
4.
Οχεία Ήρα: η
βατευθείσα, η συνουασθείσα πρώτη κατά την τάξη του Ολύμπου θεά
5.
Ρικέζα: τοποθεσία της περιοχής Βαρελαίοι της
Καρυστίας
6.
Αντιά, Βαρελαίοι,
Φυλάγρα, Κοίλα, Καλέργο, Φαράγγι Δημοσάρι, Καλλιανού, Αγαθό, Γκιάλπηδες,
Βαθύρεμα, Σχίχαλη, Αμυγδαλιά, Φαράγγι
Αρχάμπολης: τοποθεσίες των ΒΑ ακτών της Νότιας Εύβοιας, στην περιοχή του Κάβο
ντ’ Όρο
7.
Πεζολάτης:
πεζοπόρος
[ΑΦΟΡΜΗΣΗ: Κάποιος πριν
λίγα χρόνια σε γενικές γραμμές μου είχε αφηγηθεί το ακόλουθο περιστατικό: Ένας
χωροφύλαξ έρχεται πρωτοδιόριστος σε κάποιο χωριό του Κάβο Ντόρο (όπου
γουρούνια, αγελάδες και πρόβατα ήταν εντελώς ελεύθερα και κυκλοφορούσαν στους
δρόμους, στα καφενεία, στα σπίτια). Από την πρώτη στιγμή θέλει να βάλει τάξη
στα πράγματα, οπότε στέλνει το θυμόσοφο τελάλη/κήρυκα του χωριού να
γνωστοποιήσει τη διαταγή του για εγκλεισμό των ζώων στους στάβλους. Δίχως να
χάσει καιρό, παίρνει να διαλαλεί: «Άνθρωποι, ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ!... πρόβατα, κατσίκες,
αγελάδες!... είπε και διέταξε ο χωροφύλαξ Νωματάρχης ΓΟΥΡΟΥΝΙ, να μη… μείνει σε
πλατείες, δρόμους, μαγαζιάααα!...»
Ακούσατε!... Ακούσατε!...]
Εξώφυλλο από το βιβλίο του Τάσου Ζάππα Εύβοια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου