‘‘ΤΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ’’
( ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ)
Ι. ΟΝΕΙΡΟΥ ΕΛΕΥΣΙΣ
Για τρεις μονάχα ώρες το όνειρο… Και τα τείχη του μίσους: άμμος, σκόνη και θρύψαλα…
Η κομμένη στα δυο λεμονανθούσα πόλη ντύνεται και πάλι το ακέριο πρωτινό της σχήμα…
Είκοσι εννέα έτη μετά… Άνοιξη του τρία… Της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας…
Άνοιξη των μυρανθών, της Ανάστασης, του φιλιώματος, της ειρήνης, του Ανθρώπου, της μιας Ανάσας, της μιας Καρδιάς, του ενός Χτύπου και του Ονείρου…
Οδοφράγματα, τείχη του αίσχους, της κατάρας, των τόπων του χωρισμού: «Λήδρα Παλλάς», «Στροβίλια», «Πέργαμος»… Μια καταχνιά μνήμης παλιάς και οδυνηρής…
Τώρα, όμως…
Ένθεν και ένθεν… Κόσμος… Χιλιάδες, αμέτρητος κόσμος. Συνωστίζεται. Αδημονεί. Σπρώχνει και σπρώχνεται…
Ανάμεσό τους το τείχος. Του αίσχους. Της ντροπής. Της καταισχύνης. Του μίσους… Του σβησμένου Ήλιου… Του χωρισμού…
Το πλήθος σπρώχνεται. Συνωστίζεται. Γίνεται χείμαρρος στην κορυφαία στιγμή της νεροποντής…
Σπρώχνει. Σπρώχνει το τείχος. Τους αίσχους. Του μίσους. Της καταισχύνης. Της ντροπής…
Κολλά πάνω στο τείχος. Το μαδά. Πέτρα την πέτρα. Χαλίκι το χαλίκι. Το φυραίνει. Το λιγοστεύει. Το λυγά. Το σωριάζει κάτω. Το αφανίζει.
Το τείχος!...
Συντρίμμια!…
Στάχτη και μπούλμπερη!…
Σκόνη!...
Τώρα, όμως… Πού τείχος;… Πού φραγμός;…
Απλώνει τα χέρια. Σμίγει το χνώτο, τα δάχτυλα, την ψυχή. Φιλιέται. Φιλιώνει. Μια αγκαλιά μυριάδες καρδιές. Ένας χτύπος. Μια ανάσα. Μια πνοή!...
Είκοσι εννιά χρόνια μετά…
Τον ‘‘Αττίλα’’… Τον όλεθρο… Την καταστροφή… Το χωρισμό… Το θάνατο της Αγάπης, της μιας Ανάσας, του Ανθρώπου, του Ήλιου…
Τώρα, όμως…
Με την Αυγή, την Πρωταυγή του Μαγιού των μυρανθών, της Λευκοθέας των ροδώνων και των λευκανθόσπαρτων λεμονοπορτοκαλοπερίβολων – που ανοιχτό χύνονται χρυσοπράσινο πέλαγο στο πλατύστερνο κορμί της φιλντισένιας πολιτείας της Κυπρίδας Αφροδίτης – ένα πολύανθο και πολύβουο ανθρωπομάνι απλώνει τα χέρια, σμίγει τα χνώτα, την πόλη, το όνειρο!...
Είκοσι εννιά χρόνια μετά…
Κι όμως, ο Μακρύδρομος της Λήδρας, οι πλατείες Ελευθερίας και Αττατούρκ γίνονται ανοιχτοί ουρανοί, γίνονται μια καρδιά, ένας παλμός, μία ανάσα!... Το όνειρο!... Για χρόνια…
Το όνειρο! Ω, το όνειρο!... Ως τότε… Μα, τώρα… Όλοι σιμά, όλοι μαζί. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Μια πνοή. Της Κύπρου κόρες και υιοί, μάνας μιας γεννήματα κι αμάραντοι ανθοί!...
Τραβούν πάνω κάτω, πάνω κάτω… Κοιτιούνται καρφί στα μάτια, θωπεύουν τις παρειές του προσώπου τους, ψελλίζουν λέξεις πόθου, στοργής και αγάπης. Αγκαλιάζονται τρυφερά ως ο νιος την αγαπημένη, η μικρομάνα το νιογέννητο, ο πατέρας το παραστρατημένο του παιδί…
Στέκονται για λίγο, μόνο για λίγο και… Τραβούν, τραβούν… Διασχίζουν την πόλη, που ξανάγινε μία, κοινό σπίτι κι εστία θαλπωρής… Ρουφούν την κάθε της ομορφιά, την κάθε της αψάδα. Βλέπουν πως όλα ήτανε τόσο κοντινά, μα ίσαμε τώρα τα παίρναν για τόοοσο μακρινά κι ασύνδετα… Ως και τ’ αγέρι δεν αποτολμούσε τη διάβα του από τον ένα ‘‘τομέα’’ στον άλλον… Οι σιδερόφρακτοι καραδοκούσαν… Θα του ξέσχιζαν τη διάφανη σάρκα, τα σωθικά… Μα τώρα… Μα τώρα γινήκαν όλα ένα, γινήκαν όλοι ένας…
Ήτανε ως πριν όνειρο!... Για είκοσι εννιά χρόνια κοντά. Από την εποχή του ‘‘Αττίλα’’. Που ξέσκισε το ‘‘χρυσοπράσινο φύλλο’’ και φυλλορρόησε η ιδέα της κοινής ζήσης όλων των κατοίκων του νησιού με την κυπραία καταγωγή και συνείδηση.
Τώρα, δείχνει πως είναι πραγματικότητα. Μα είναι; Ή μήπως δειχθεί φευγαλέα η ματιά των διαβατών των μεγάλων, πολυσύχναστων δρόμων της πολύβουης πρωτεύουσας της αφρόεσσας νήσου; Θ’ αφήσουν οι σιδερόφρακτοι και τα συφέροντα των ‘‘Μεγάλων’’ ετούτους τους δρόμους να ενώνουν και όχι να χωρίζουν τους λαούς της κύπριδας γαίας; Το τείχος που προ ολίγου εγκρέμισαν οι δυο λαοί θα είναι και αύριο σωριασμένο στη γης ή στοιχειό υψωμένο, σαρκοφάγο και δολερό;
Και οι διαβάτες περνούν και σκουντούν ο καθείς την ψυχή τ’ αλλουνού, ποθούν η σμίξη ετούτη αιώνια να δειχτεί και για χάρη της με ζέση τραγουδούν:
«Τώρα, που σκορπίστηκαν τα τείχη του στοιχειού
στον ήλιο πεταρίζουμε τ’ αστέρια τ’ ουρανού.»
Και τα παιδιά το χαίρονται, υψώνουνε αϊτούς στα λόγια του ρυθμού:
«Με Αγγέλους κυνηγάμε το σχοινάκι και τα μήλα,
πεταλούδες στον αγέρα με απόχη μια μαντίλα.»
Ενώ άλλα κι άλλο φωνούν ή και αντιφωνούν:
«Είμαστε πλέον μαζί τα παιδιά σαν το Σεβάχ
Με Χριστό και με Αλλάχ ίδια τ’ αχ και τα αβάχ.»
«Βρήκε η Λευκοθέα πάλι το χρυσό της το σανδάλι
βόλτες κάνει εκεί και εδώ σαν τον πρώτινο καιρό
τότες που ’χε μια καρδιά κι άστρινη κορμοστασιά.»
«Παίξτε, πιάστε χοροστάσι η καρδιά για να χορτάσει
τραγουδήστε στο λιοστάσι και μαγέψτε την πλάση.»
Τραγουδούν, τραγουδούν, τραγουδούν… Και χορεύουν, χορεύουν κυκλικά κι ενωτικά… Ζεύγουν τα χέρια, τις καρδιές, τις κοινότητες τις δυο, τις ψυχές της Μεγαλονήσου όλες, των ανθρώπων τις βολές και τα θέλητα…
Τραγουδούν, χορεύουν, χωρατεύουν, ονειροστρατούν και μεθούνε απ’ τ’ άνθια του Ονείρου! Ένας να είναι, θένε, μια ψυχή, μια ανάσα, μια πνοή και το μέλλον κοινό κι εύδρομο…
*************
Οι σιδερόφρακτοι, όμως, με τη στεγνή ψυχή καραδοκούν και πολύ αγανακτούν με τούτη την ειρηνοφόρο συνεύρεση την Κυπρίων γηγενών. Πώς να το δεχτούν μετά το μακέλεμα του νησιού το ’74, που ξεκίνησε με το δουρειοϊποττισμό των χουνταίων της Αθήνας κι ολοκληρώθηκε απ’ τον Ασιάτη ‘‘Αττίλα’’ της εισβολής, του ολέθρου, του τεμαχισμού της ωραίας νήσου και της λευκόθεης πρωτεύουσάς του!...
Οι σιδερόφρακτοι καραδοκούν, τρίζουν τα δόντια, προτάσσουν τις κάνες της συμφοράς και του θανάτου. Η αντίδραση στις άνομες βουλές τους δε συγχωρείται. Εδώ, δεν ήρθαν για φιλιώματα κι ευαισθησίες, τα ‘‘θηλυπρεπή και γλυκανάλατα, όπως τα λέγουν μυξαρίσματα’’. Ετούτοι δηλώνουν άντρες, με καρδιά μολύβι και στήθος από γρανίτη… Έχουν και όπλα της Αμερικής, που ξερνούν φωτιά και θάνατο, που πνίγουν τις βουλές των ανθρώπων προτού τις δει ο ήλιος, που γεμίζουν τ’ ανθρώπινα με μίσος, τρόμο, κατήφεια και κράτος έχει το ψεύδος…
Ψεύδος, ως τούτο που φύτεψαν στα εύπλαστα μυαλουδάκια των παιδιών για τους απέναντι… Ναι, τους απέναντι, τους… αιμοδιψείς, τους φονιάδες, τους κακούς, που… Που βιάζουν, κακοποιούν τα παιδιά, εξορύσσουν τα μάτια, κόπτουν μύτες κι αυτιά, αλαφρώνουν κορμιά ανθρώπινα από της κεφαλής τους το βάρος το περίσσιο…
*************
Μα τώρα όλοι σιμά… Δισταχτικά κι αμήχανα στην αρχή πλησιάζει ο ένας τον άλλον, μα δε μιλά. Ρίχνει για λίγο απάνω του κοφτές, διερευνητικές ματιές – ίδιες παρθένου ντροπαλής, χαμηλοβλεπούσας – και στη στιγμή καταγής την κόρη του ματιού, για να την υψώσει πάλι σε λίγο, σ’ άλλο πρόσωπο κολλώντας την και κατόπιν σ’ άλλο, σ’ άλλο, σ’ άλλο…
Έτσι, το θάρρος κυλά και μεγαλώνει, η ματιά ορθώνεται, η πίστη στον άνθρωπο – στον πλησίον – φωλιάζει και πάλι στις καρδιές των Κυπρίων και το ελαφρύ μειδίαμα του πρώτου συναπαντήματος, στο νέο γίνεται χρόνο: χαμογέλι, φίλιο στην πλάτη χτυπηματάκι, χειραψία, καλωσόρισμα στις νέες εποχές, λιγνό κουβεντολόι, κατάθεση λόγων τιμής και πίστης πα στο όνειρο.
Στο όνειρο να πέσουν δια παντός τα τείχη του αττίλειου αίσχους, να φύγουν οι κατοχικοί, να γίνει ενιαία κι αχώριστη η Μεγαλόνησος Κύπρος, ένα να είναι κράτος, ανεξάρτητο κι ελεύθερο να τραβά στο δρόμο το δικό του, δίχως το φιδοεναγκαλισμό των ‘‘προστατών’’ και ‘‘εγγυητριών’’ της ύπαρξής του δυνάμεων…
Στο όνειρο να ζήσουνε όλοι μαζί οι κάτοικοι της νήσου, δίχως μίση, έχθρητες και αλληλοϋποβλέψεις, μα χέρι το χέρι να τραβήξουνε για το κοινό, πλατύ και τραχύ, ίσως, δρόμο της δημιουργίας και της προσφοράς προς τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Στο όνειρο να ξαναμοσχοβολήσουν οι λεμονανθοί και τα βοτάνια του νησιού, να χαρωπές να φτερακίσουν οι ανθρώπινες καρδιές και τα πρόσωπα κρίνα λευκά ν’ ανθούνε φως και θάμπος σαν του ουρανού το λάμπος.
*************
Μα οι σιδερόφρακτοι καραδοκούν. Με μισό τους θωρούνε μάτι λοξό, παγερό, γκριζόλυκο και λογχοφόρο… Αδημονούν για το πρόσταγμα των ‘‘Ανωτέρων’’: «Πυυυρ…» Και τότε, στο άψε σβήσε θα κόψουν – στα δυο ή και στα χίλια ακόμη – το πολύχρωμο τούτο ανθρωπομάνι της αφρόεσσας νήσου, που αποτόλμησε μια σύναξη ειρήνης, μια σκέψη ονείρου και αυθάδειας προς τη βαρβαρότητα της Ανατολής. Θα το καθηλώσουν στήλη πάγου στη μέση του μεγάλου δρόμου, βουβό κι αμίλητο σαν των πλατειών ή των κήπων – της πολύπαθης Λευκωσίας πόλης, της καρδιάς των καρδιών της Μεγαλονήσου – τ’ αγάλματα!
Και να, που αυτομάτως και απροειδοποιήτως ριπές τρόμου θρυμματίζουν του αγέρα τους παλμούς και των Κυπρίων τις πνοές, που χαρωπές και ηλιοφόρες πορεύονταν στους μεγάλους δρόμους της Ελευθερίας και της Ειρήνης, στους μεγάλους δρόμους του φιλιώματος των λαών της Αφροδίτης νήσου.
Το πλήθος σαστίζει, παγώνει κι η πέτρινη της φοβέρας και της τρομάρας όψη στα πρόσωπά του ανηφορίζει και σταματά…
Το πλήθος αμήχανα στέκει και διστάζει να βηματίσει της καρδιάς του τον παλμό, να ψελλίσει την όποια λέξη, να κάμει ομπρός ή στα οπίσω…
Οι σιδερόφρακτοι έρχονται πάλε στις δόξες τους. Η εξουσία της ζωής των πολιτών και του κράτους δικαίου ξαναμπαίνει στη διάκριση της κάνης των όπλων… Ο χορός των ριπών και τα ουρλιαχτά των ακέφαλων δονεί στη στιγμή την ατμοσφαίρα της Λευκοθέας πόλης.
Μεμιάς το παγωμένο, ακινητοποιημένο πλήθος ξυπνά, αναβλέπει, ξανάρχεται στη ζωή μετά από λήθαργο αιώνων. Αναστημένο και ενεργό πάλι το πλήθος – μα σα μέσα σε πυκνό, άγνωστο δάσος την ώρα του μεσονυχτίου στο καταχείμωνο μέσα και με τρελούς άνεμους αναμαλλιάρηδες – τρέχει χαμένο να κρυβεί πέρα από τις ριπές του θανάτου και του μπλαβοκοκκινόματου μίσους.
Τρέχει, τρέχει, σκουντά ο ένας πάνω στον άλλο δίχως να βλέπει, δίχως να ξέρει τον προορισμό, την ύπαρξή του, του αλλουνού το δρόμο, που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, ο πατέρας – για να σωθεί – την οικογένεια στο έλεος αφήνει του Θεού κι νιος στην ερημιά ξεχνά τη λατρεμένη…
Η αλλοφροσύνη πετά μπρος απ’ τις χαμένες ανθρώπινες σκιές κι εκείνες σαν πολυκουρδισμένα αυτόματα τρέχουν ξοπίσω της υποτακτικές και άβουλες, συρόμενες δίχως ανάκαρα στο δικό της ανήλιαγο παλάτι, όπως και οι ψυχές οι άυλες τραβούνε σκυφτές και αποκαμωμένες τραβούνε για το βαθύσκιο ανάκτορο του Άιδη θεού, που χαίρεται τ’ απύθμενα βάθη του ρόδινου μήλου της γης και των ψυχών το σάλαγο…
Οι ριπές των σιδερόφρακτων πυκνώνουν και το πλήθος ξυπνό και περίσκεπτο πια κόβει στα δυο και τραβά κατά το βορρά ή το νότο για να ’ρθει πάλι στο δικό του το μισό, το ορισμένο απ’ του Αττίλα τη σπάθη…
Οι οπλοφόροι πασίχαροι, με γέλιο σαρδόνιο, χαιρέκακο, σαρκαστικό και στεντόρειο την τάξη ορίζουν πλέρια κι εκ νέου ορθοστατούν πλέγμα αγκάθινο τρία μπόγια αψηλό στης Αφροδίτης πάγκαλης απά την ώρια κεφαλή και στ’ αγαλμάτινο της θέαινας καλλίπλαστο κορμί…
Είκοσι εννέα χρόνια μετά… Τη σφαγή. Το μίσος. Το χωρισμό.
Είκοσι εννέα χρόνια μετά… Και, να… Μια του φωτός αναφανή. Των ψυχών πυρά, ελπίδα. Ονείρου έλευσις. Ανάσταση. Για τρεις ώρες μονάχα!...
Και μετά…
Στη στιγμή… Οι ριπές. Ο τρόμος. Ο πανικός. Η φυγή. Το ορθωμένο αγκαθωτό. Ο χωρισμός. Των ανθρώπων. Του νησιού. Της Λευκοθέας, Λευκωσίας πολιτείας…
Στη στιγμή… Η σφαγή. Της ειρήνης. Της αγάπης. Της Λευτεριάς. Της ενώσεως των ψυχών και των τόπων της θεάς των θεών.
*************
Ποια η νέα και παντοτινή ημέρα που ο Ήλιος δε θα σβει, μα ολότατα θ’ ανθεί και θα ζει η γης σ’ ειρήνη μ’ ομορφιά και καλοσύνη και η Κύπρος ενιαία θα βλασταίνει με ομόνοια σαν το έαρ και τους ήχους απ’ τ’ αηδόνια!...
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Αρχική σύνταξη του διηγήματος: Χαλκίδα 29 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου 2005.
Επεξεργασία, μικρή τροποποίηση και γραφή του στον υπολογιστή: Ερήμη Λεμεσού, 11 έως 13 Αυγούστου του 2012.
ΙΙ. Ε Λ Λ Α Ν Ι Α
«Συγγνώμη, κύριος… Κλειδώσατε;»
Η ώρα ακριβώς επτά του δειλινού κι ο νεωκόρος της Παναγιάς του Βαλανά έχει εξέλθει του ναού και με τη μεγάλη αργυρόχρωμη κλείδα σφαλίζει την παλαιά ξύλινη και βαριά θύρα της Λανίτισσας εκκλησιάς.
«Κλείσαμε… Κλείσαμε…»
Η ματιά του λοξή, περιεργαστική προς τα πρόσωπα των επισκεπτών και τα χέρια του μέγγενη πάνω στης κλείδας την κυρτή τη λαβή, που θαρρείς πως από αυτήν κρέμεται και έτσι ως στέκει εκεί – στο απάνω σκαλί της εισόδου με το κορμί του τεντωμένο, λοξό προς το σκαλοπάτι σε σχηματισμό διαμοιράστρας γραμμής γωνίας σαράντα πέντε και κάτι ολοκλήρων μοιρών – είν’ αετομάχος σωστός και στα ουράνια θα φύγει προτού περάσει λεπτό…
«Συγγνώμη, κύριος… Είμαστε φίλοι του Αντρέα του Κοντού κι έχουμε πρόθεση να…»
«Του Αντρέα;»
«Ναι, του Αντρέα. Ήρθαμε από τη Χαλκίδα και…»
Το στόμα του χάσκει ανοιχτό σαν και του Αντρέα σε κείνη τη διάσημη μαθητική φωτογραφία των χρόνων του Δημοτικού Σχολειού και του Αγώνα για το διώξιμο των Εγγλέζων κατακτητών από την ελληνική γη της Μεγαλονήσου Κύπρου. Είναι η ΦΩΤΟ που τον δείχνει μαζί με άλλα δωδεκάχρονα Κυπριωτόπουλα να κρατά περήφανα την ελληνική σημαία και να της πέμπει τον «Εις την Ελευθερίαν Ύμνον»…
Κι ο νεωκόρος μετέωρος τώρα μεταξύ της κλείδας και των νεοφερμένων σε τούτο γραμμένο ‘‘χωρκκό’’ της λεμεσιανής επαρχίας, ψελλίζει πάλι «Του Αντρέα…», κόβει δεξιά το κλειδί, σπρώχνοντας με το λιπόσαρκο χέρι του το φύλλο της βαριάς σκαλιστής ξύλινης θύρας ν’ ακουμπήσει στον πέτρινο τοίχο της εμπατής, καταθέτει στην παρέα των ξένων τη δήλωση πως είναι ο Τάκης, ο αδερφός του Αντρέα, και γοργοσάλευτος πια κατέρχεται των κλιμάκων για ν’ ασπαστεί τον καθένα εξ αυτών.
Κοντοστέκει, αγκαλιάζει τον πρώτο της παρέας.
«Από τη Χαλκίδα, ε;»
«Ναι, καλέ μας Τάκη. Απ’ τη Χαλκίδα. Όνειρο χρόνων…»
«Όνειρο χρόνων;…»
«Μα, συντροφιά με τον Αντρέα να περπατήσουμε τους δρόμους της κυπριακής ιστορίας εδώ σ’ αυτούς τους τόπους, ζωντανά, κι όχι μόνο στα χαρτιά και τις εκδηλώσεις, που ως τα σήμερα κάναμε στη Χαλκίδα…»
«Στους δρόμους της Λάνιας ξεναγητής εγώ… Μα ο Αντρέας…»
«Ξέρω… Αφ’ ότου με το έμπα του καλοκαιριού χάσατε τη μάνα σας, δεν έχει ανάκαρα να ξαναρθεί στη γενέθλια γη…», προφέρει με λεπτούς συμπόνιας τόνους ο Ευβοέας Κωνσταντίνος, ο φίλος και πνευματικός συμπότης του Αντρέα Κ.
«Ενώ, ως τώρα, κάθε τρεις και λίγο έτρεχε εδώ, να τη δει. Χαλκίδα – Λευκωσία ήταν γι’ αυτόνε σαν Γερμασόγεια – Λεμεσός…», συμπληρώνει κατηφής ο κύριος Τάκης.
«Τη λάτρευε τη μάνα του… Ήταν η μεγάλη του έγνοια κι ο φόβος του μην του φύγει απ’ τη ζωή…»
«Ναι, πάντα τη νοιαζόταν και πιο πολύ από τότε που χάσαμε τον πατέρα…»
«Ξέρω… Τον παπα-Νικόλα, που τον έφαγε κείνος ο λαθροθήρας γούμενος στα μέρη της Πάφος, σαν κυνηγούσε τους λαγούς της Τροόδου με σβηστά τα φώτα του δίχως οροφή Land Rover και το ’ριξε στον γκρεμό…»
«Πήγε τζάμπα σαράντα έξι χρονών άνθρωπος κι η μάνα μας έμεινε πίσω με τρία αγόρια στην εφηβεία και τη μεγάλη τρέλα… Πώς μας ανάθρεψε και μας έβαλε σε δρόμους καλούς, δίχως άκανθες και βράχους κοφτερούς!...»
«Ξέρω… Μας τα ’λεγε ο Ανδρέας... Και προπάντων για τον παπα-Νικόλα…
Μας μετέφερε στο τραγικό περιστατικό του θανάτου του εκείνη τη μαύρη κι άναστρη θερινή νυχτιά του ’67, το γλιτωμό του ιδίου και των άλλων επιβαινόντων στο τζιπ της Μονής, την ατιμωρησία του ενόχου
Μας μιλούσε με μέγα θαυμασμό για την ιεροσύνη του, τον πατριωτισμό του, τη θητεία του πλάι στον Εθνάρχη Μακάριο, την αγάπη του για την Ελλάδα, τη δράση του στον ξεσηκωμό του ’55 – ’59, το όνειρο της Ενώσεως, τα παιχνίδια των Εγγλέζων κατά της Κύπρου και των Ελλήνων…
Και από κοντά, πορευόταν: στην υποδοχή των παλικαριών κατά την επιστροφή τους από την κόλαση των πολυετών βασανιστηρίων από τους Χάρντινγκ στις φυλακές της Λευκωσίας, στα ιερά ‘‘Φυλακισμένα Μνήματα’’, στη χαρά των Ελληνοκύπριων για τον ερχομό μιας νέας εποχής με τη δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους τον Οκτώβρη του ’60, στον πόλεμο του ’74, στην εμπειρία του στο Γενικό Επιτελείο και τον τρόπο γραφής των πολεμικών ανακοινωθέντων, στην καταστροφή, στα Κατεχόμενα, στην προσφυγιά, στην ανασυγκρότηση των ελεύθερων περιοχών, στη βεβήλωση των ιερών στα τουρκοκρατούμενα εδάφη της ελληνικής κυπριακής γης, στους πόνους, στα βάσανα και τους ασίγαστους γόους των Ελλήνων, στο διακαή πόθο και τη λεπτόκορμη ελπίδα της επανένωσης του κατακρεουργημένου – από τους στρατοκράτορες της Άγκυρας και της Γηραιάς Αλβιόνος – ελληνικού νησιού, στο αντίκρισμα του διόσπερμου ελλάνιου φωτός με το άνοιγμα των συνόρων το 2003 , στην ομορφιά της Λάνιας και του ναού της, στην οινοποιητική παράδοση του λάνιου τόπου, στην…»
Όση ώρα ο Κωνσταντίνος απαριθμεί και δακρύζει για ό,τι μηνά, ο νεωκόρος μένει με τα χέρια του δεμένα πίσω, στη μέση, κρατά κατεβασμένη τη λευκόγκριζη κεφαλή του και συγκαταβατικά τη σείει, ενώ οι υπόλοιποι της συντροφιάς στέκονται γύρω τους σε σχήμα ημικυκλίου.
«Ωραία. Τα υπόλοιπα σε… λίγο», κάνει ο Τάκης Κ. και φράζει το αφηγηματικό μάκρος των λεγομένων, παίρνοντας ν’ ασπαστεί και να γνωριστεί και με τους υπολοίπους της συντροφιάς.
«Από εδώ η γυναίκα μου, η Αριστέα, φίλη και συναδέρφισσα της νύφης σου, της Ήβης. Ήμαστε για χρόνια στο ίδιο σχολείο…»
«Χαίρω πολύ», διατείνεται ο ένας, «Χαίρω πολύ», αποκρίνεται κι ο άλλος.
«Από ’δώ η κόρη μου, η Μαρία, το μωρό της κι ο άντρας της, ο Αντρέας. Είναι από την Ερήμη…»
«Από την Ερήμη; Και πώς γνωριστήκατε, καλέ Μαρία;»
«Στη σχολή. Στην ΑΣΟΕΕ…»
«Και θα μένετε στη Χαλκίδα;»
«Όχι, εδώ. Στην Ερήμη, κάνει ο Αντρέας.»
«Πώς και έτσι;»
«Εργαζόμαστε στην ‘‘Ελληνική’’… Της Λεμεσού…»
«Τριάντα πέντε χρόνια τη Λεμεσό την έφαγα με το κουτάλι. Δούλευα στο Ταχυδρομείο…»
«Ξέρω… Με… τον πατέρα μου», κάνει ο Αντρέας.
«Μη μου πεις πως είσαι του Γιώργη του Τέμπου γιος;»
«Ναι…»
«Και πού είν’ τος;»
«Είναι τος…», του αποκρίνεται και του τον δείχνει.
Αλλά και τώρα – αν και από την πρώτη στιγμή τον έχει καλοδεμένο με τη ματιά του – προσποιείται πως δεν τον βλέπει. Παιχνίδια και χωρατά μύρια σκαρφίζεται ο Λανίτης κύριος Κ. και παίρνοντας Καρδιναλίων ύφος μεγατόνων πολλών, αφήνει ελεύθερο να πεταρίσει στους αίθριους και σιγαλινούς της μυρανθούσας Λάνιας ουρανούς ένα μακρόηχο «Μπρε, καλώς τον σερ Τέμπος…». Την ίδια στιγμή γυρνά προς την άλλη μεριά και θέση φυλάτορα λαμβάνει για ’να του ‘‘μπιζ’’ ομαδικό παιχνίδι παιδικό.
Αντί, όμως, σκαμπίλι από το Γιώργο Τέμπο να δεχτεί, αδερφικό λαμβάνει στ’ άλλο του μάγουλο ένα φιλί μαζί με το: «Γεια σου, Τάκη. Χαίρομαι που μετά από τόσους μήνες σε ξανασυναντώ.»
Σταυραγκαλιάζονται, χωρατεύουν, αναθυμούνται για λίγο τα παλιά, χαιρετά και τη Μάρω, τη σύζυγο του Γιώργη, κι όλοι μαζί εισέρχονται στο σεπτό της Παναγιάς του Βαλανά οίκο, προσκυνούν τη γλυκιά μορφή της εικόνας, ανάβουν κερί, στέκονται με σέβας και η ματιά τους περιφέρεται στον επιμελημένο διάκοσμο του ναού.
Η οσμή του λιβανιού, οι αχνοί ατμοί της ψαλμουδιάς, που ακόμη αβροβατούν στην ατμοσφαίρα του παλαιού λανίτικου ναού, το εσπερινό γλυκόφως, τα παλαιικά ξυλόγλυπτα έπιπλα, το τρεμάμενο λιγνό φως των καντηλιών, η υποβλητική αγιογραφία, η ευταξία του χριστιανικού εκκλησιαστικού χώρου, η παλαιά βυζαντινή εικόνα της Παναγιάς που ένας τη βρήκε βοσκός στη λανίτικη θέση Βαλανάς, οι οπτασίες της Αρχόντισσας του ναού, του αείμνηστου παπα-Νικόλα και των άλλων σεβάσμιων λειτουργών εγείρουν γαλήνην ψυχής και πνεύματος αιθρίαν.
«Κύριε Τάκη, βαριά η πατρική κληρονομιά, βαριά…», κάνει ο Κωνσταντίνος, σπάζοντας για λίγο την εσπερινή μυσταγωγία του ιερού τόπου.
«Βαριά… Ναι, βαριά… Ο πατέρας παπάς, ο παππούς παπάς…»
«Κι εσείς νεωκόρος…»
«Ναι… Και νεωκόρος και ψάλτης και επίτροπος του ναού και…»
«Και…;», παρεμβαίνει με απορία ο Κωνσταντίνος.
«Κλειδοκράτορας... Κλειδοκράτορας του ναού και των ξωκλησιών, του Ελαιομουσείου με τα παλαιά μηχανήματα του ελαιοτριβείου στο φυσικό του χώρο, του παραδοσιακού ληνού με τις εγκαταστάσεις παραγωγής κουμανταρίας και ζιβανίας, του κοινοτικού καταστήματος και…»
«Και…;»
«Ξεναγητής των επισκεπτών στα ωραία του χωρκκού…»
«Λοιπόν, κύριε ξεναγητά μας, γιατί την εκκλησία σας τη λέγουν του Βαλανά;»
«Άκουσε, Κωνσταντίνε, ο τόπος μας είχε δρύες πολλές, βελανιδιές, και βγάζαν βιος βελανίδια, τα βελάνια, όπως ο λαός τα αποκαλεί!...
Είχαμε δυο θεόρατες στην πλατεία βελανιδιές. Μάλιστα, στον ίσκιο αυτής – που χάθηκε πριν λίγα χρόνια – κατά το Μεσαίωνα είχε σταθεί κι ο βασιλιάς Ερρίκος των Φράγκων. Αυτός, να δείτε, είχε έρθει στη Λάνια για να λάβει γερά κλήματα και ν’ ανασυστήσει τους αμπελώνες της Καμπανίας, που από σηψιρριζία ολοκληρωτική είχαν υποστεί καταστροφή…»
«Άρα, βελανιδιά, βελάνια, Λάνια… Και η τοποθεσία Βαλανάς από το βελανίδι, βελάνι και – επί το λαϊκότερον – βαλάνι. Βαλάνι, λοιπόν, και εξ αυτού ‘‘Βαλανάς’’.»
«Γλωσσολόγε μου εσύ!...»
«Καλά, κύριε Τάκη, μερικές σκέψεις – μετά τα όσα προ χρόνων ο Αντρέας μου είχε γνωρίσει – κατέθεσα…»
«Ε, φιλόλογος είναι ο Αντρέας… Τα ψάχνει…»
«Βεβαίως. Και προπαντός τα ιστορικά ζητήματα.»
«Έχει πάθος.»
«Το κατέχω από… πρώτο χέρι.»
«Σου ’χε μιλήσει και για το ‘‘Λάνο’’;»
«Τον Αετομάχο, θέλεις να πεις, κύριε Τάκη;»
«Βεβαίως.»
«Το μικρόσωμο εντομοφάγο αποδημητικό πτηνό, που το αρσενικό του είδους ο λαός μας αποκαλεί ‘‘Λάνο’’ και το θηλυκό του ‘‘Λάνια’’. Οπότε και αυτό το όνομα ανήκει σε μια από τις εκδοχές ονομασίας του χωριού...»
«Βεβαίως.»
«Όπως και η περίπτωση με τη Λάνα, την τρισχαρωπή ομορφοκόρη του θεού του οίνου και του κεφιού Διονύσου.»
«Άλλωστε, στα φημισμένα Κρασοχώρια της Λεμεσού ευρισκόμεθα…»
«Όντως. Και ο Διόνυσος την τιμητική του είχε σε τούτους τους τόπους με τα πλούσια σε ασβέστιο εδάφη, τα κατάλληλα για την αμπελουργία και την παραγωγή εκλεκτών οινοποιημάτων… Άρα, και την κόρη του θεού οι πρόγονοί σας, κύριε Τάκη, θα τη λάτρεψαν και ξεχωριστά θα την τίμησαν μαζί με τον αμπελοπροστάτη πατέρα της, οπότε μπορεί και για χάρη της τον παλαιό οικισμό αυτού του τόπου ‘‘Λάνα’’ ή ‘‘Λάνια’’ θα τον αποκαλούσαν…»
«Ίσως, Κωνσταντίνε… Ίσως…»
«Αλλά να δεις που σκέφτηκα και άλλη μια εκδοχή…»
«Άλλη;», κάνει εκστατικός ο κύριος Τάκης.
«Ναι, άλλη. Ο νους μου τραβά και στον Ελλάνιο Δία…»
«Ελλάνιος;»
«Ναι, Ελλάνιος, που σημαίνει ‘‘λαμπρός’’, ‘‘φωτεινός’’. Κι ο τόπος σας την Ανατολή θωρεί κι ως το δείλι, καλή μας ώρα, ηλιόχαρος κι ολόλαμπρος στέκει ανάμεσα στους αμπελώνες και τους δρυμούς των υπωρειών του Τροόδους όρους.»
«Ίσως…», κάνει ο κύριος Τάκης και μια γκριμάτσα αμφιβολίας γραπώνεται από το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, ενώ συνάμα στρέφεται στην παρέα, που ως τώρα στέκει εκστατική και φαινομενικά φιλομαθής, ζητώντας της να λάβει θέση, ν’ αποφανθεί.
«Τι λέτε, ρε πατριώτες;»
«Εμείς τι να πούμε», αποκρίνεται ο Αντρέας.
«Τι να ειπούμε», κάνει κι ο Ερημίτης πατέρας του Γιώργος. Τι να πούμε, ρε Τάκη. Εσείς τα ψάχνετε κι εμείς τ’ αφουγκραζόμαστε…»
«Καλά, βρε πατριώτες. Λοιπόν, σβήνουμε τα κεριά που ανάψατε, κλειδώνω τη θύρα και τραβάμε στον καφενέ για ένα ροφηματάκι…»
«Καλοσύνη σας, κύριε Τάκη, κάνει η Μάρω Τέμπου.»
«Χαρά μου, καλέ Μάρω. Χαρά μου…» Και αφού στρέφεται προς τον Κωνσταντίνο, συμπληρώνει με νόημα: «Όχι, μόνο Ελλάνιος, μα και Ξένιος ο Δίας. Ξένιος… Της φιλοξενίας σκέπη αλλά και… της ανθρωπιάς!...»
«Βεβαίως… Κι όσο για το Ελλάνιος, άμα λιγάκι πελεκίσουμε τούτο το προσωνύμι του Διός, δένει κάπως και με τα ονομαστήρια της Λάνιας, η οποία – έχω την αίσθηση – πως αξίζει να χαρακτηρίζεται: ‘‘Κώμη Ελλανία’’.»
«Ας είναι… Με τον ομογάλακτό μου αδερφό, τον Αντρέα, θα τα βρείτε αυτά… »
Ενώ η συντροφιά έχει διαβεί το κατώφλι της ξύλινης θύρας, ο κύριος Τάκης τραβά πίσω από το παγκάρι, παίρνει ένα εικονισματάκι με τη μορφή της Βαλανίτισσας Παναγιάς και το προσφέρει στον Κωνσταντίνο.
«Από καρδιάς… Για να θυμάσαι την έλευσή σου στο χωρκκό μας…»
«Ευχαριστώ πολύ… Ευχαριστώ… Δώρο πολύτιμο, ακριβό…»
Δυο βήματα πέρα από τις οξυκόρυφες πύλες του καθολικού ναού της Λάνιας καρτερεί τους επισκέπτες η φιλόξενη στέγη του ‘‘Καφέ Λάνια’’, όπου η συντροφιά με τον Τάκη Κ. στην κεφαλή του τραπεζιού και της κουβενταρίας, μελετά τα αλλοτινά και τα τρεχούμενα γεγονότα του τόπου, μα και της οικογένειας Κ.
Ανασκαλίζουν θύμισες και αναφορές από: τις στιγμές του γάμου του ανιψιού του Νίκου στη Χαλκίδα, την εργασία του στην ταχυδρομική υπηρεσία Κύπρου, τα γεγονότα του ’55 – ’59, την επιστροφή των παλικαριών από την εξορία και τις φυλακές, την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, το πραξικόπημα του ’74 και την εισβολή, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την προσφυγιά και τους αγνοούμενους, την ανοικοδόμηση και το πάθος για την πρόοδο των Κυπρίων, τον παπα-Νικόλα και την παπαδιά, την εντολή του Αντρέα προς τον Κωνσταντίνο για επίσκεψη στο Κοιμητήριο της Λάνιας, την Ανεφανή κατά τις ξεχωριστές στιγμές του τόπου, τα πάμπολλα θαύματα της Ελεούσας Χρυσολανίτισσας Παναγιάς με πιο ξεχωριστό αυτό του καθηλωμένου στο αναπηρικό καροτσάκι ενδεκάχρονου Πέτρου…
«Αλήθεια, κάνει η Μαρία απευθυνόμενη προς τον κύριο Τάκη, και πώς συνέβη αυτό το θαυμαστό περιστατικό;»
«Άκουσε να δεις, κόρη μου, το παιδί έπασχε από βαρύτατη ασθένεια και οι γιατροί στην Ελλάδα και τη Γερμανία δεν του έδιναν καμία τύχη ζωής. Σαν μία δασκάλα του χάρισε το βιβλίο με τα θαύματα της Παναγιάς του Βαλανά, οι γονείς του το έφεραν στην Κύπρο, έμειναν ένα ολόκληρο βράδυ γονατιστοί μες στο ναό προσκυνώντας και παρακαλώντας τη Θεοτόκο να κάνει το θαύμα της. Το παιδί, που όλη τη νύχτα παρέμενε κοντά τους, το πρωί σηκώθηκε από το αναπηρικό καροτσάκι και μετά από πολύ χρόνο ξαναπερπάτησε…»
«Αξιοθαύμαστο!... Θαύ – μα…», συμπληρώνει η Μαρία, που δείχνει εντυπωσιασμένη από το περιστατικό.
«Η πίστις σου σέσωκέ σε…», συμπληρώνει ο Κωνσταντίνος.
«Η πίστη κάνει θαύματα!...», συγκατατίθεται και η Αριστέα αναφορικά με το ζήτημα των θαυμαστών ωθήσεων της πίστης στην υπέρβαση ανυπέρβλητων εμποδίων και την κατάκτηση πραγμάτων φαινομενικά ανέγγιχτων, άπιαστων...
«Ναι, έτσι είναι..., συναινεί και ο κύριος Τάκης. Εμείς, που υπηρετούμε το ναό, πολλά θωρούμε και νυχθημερόν ευχαριστίες ανυμνούμε προς την Παναγιά και το θείο…»
«Καλά…», μουρμουρά ο Αντρέας, που έχει στρέψει την κεφαλή του προς τον κατηφορικό δρομίσκο με τις βουκαμβίλιες και τις νυχτολουλουδιές, που του δρόμου τα πλάγια έχουν καταλάβει, τα έχουν πολύχρωμα και μοσχοβολιστά ομορφοντύσει και για το καλωσόρισμα των περαστικών τ’ άνθινά τους απλώνουν χέρια.
«Τι καλά, μπρε;», του κάνει ο άνθρωπος του ναού, που πιασμένο διατηρεί το γειτονικό ξύλινο κάθισμα.
«Να, λέω, δεν πάμε να περπατήσουμε λιγάκι στα στενά του χωριού σας, να το γνωρίσουμε λιγάκι…»
«Να πάμε… Να πάμε…», κάνει με ξέχειλη προθυμίας και καλοσύνης την καρδιά του ο κύριος Τάκης, οποίος στο έπακρο θέλει να ευχαριστήσει τους επισκέπτες.
Στη στιγμή σηκώνονται όλοι μαζί και περπατούν στα χνάρια της σκολιάς πορείας του ξεναγητή μέσα από τις στενωπούς και τις πλάτρες της κομψευόμενης αμπελόκομμης Λάνειας κώμης, που κρατά και κοσμεί χαράς και ομορφιάς το μεσοστράτι της οδού Λεμεσού – Τροόδους.
Η πάστρα και η κομψότης των καλοβαλμένων πετρόχτιστων σπιτιών με τις λουλουδόπλοές τους αυλές, τα γραμμένα και με χάρη ανοιχτά θυροπαραθυρόφυλλά τους, οι καλωσορίστρες – των επισκεπτών και των γειτόνων – τρισχαρωπές ξύλινες αυλόθυρές τους, οι ηλιόψυχοι Λανίτες κάτοικοι, που στ’ αντίκρισμα του περαστικού ένα «Κοπιάστε» για κεραστικό αντάμωμα πέμπουν…
Βήμα το βήμα του διαβάτη το στέρνο ομορφιά εισροφά και η μαγεία από τα εντός του ξεχειλά!...
Εδώ βρίσκεις τα παλαιά πηγάδια και τις βρύσες του χωρκκού, εκεί το ληνό και το λιοτρίβι με τον παμπάλαιο μηχανολογικό του εξοπλισμό, με τις τεράστιες μυλόπετρές του, τη μέγγενη για το στύψιμο της – συνθλιμμένης και απλωμένης επάνω στα υφασμάτινα τσαντίλια – ελαιόμαζας, το παλιό πέτρινο γεφύρι, την πλατεία της Λάνιας με την πανύψηλη βελανιδιά, την κάτω γειτονιά της με την ταβέρνα των κυπριακών γεύσεων, τις τεράστιες παλαιές φωτογραφίες που ακουμπούν σε τοίχους των τρίστρατων και αναδεικνύονται εξαίσιοι, σιωπηλοί ξεναγητές των επισκεπτών για πρόσωπα και πράγματα αλλοτινών εποχών…
«Σ’ αυτή τη φωτογραφία, ενημερώνει ο κύριος Τάκης τους επισκέπτες, είναι το σχολείο μας κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου, στη διπλανή φιγουράρει η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας της ίδιας ακριβώς εποχής, στην άλλη βρίσκεται ο παπα-Μάρκος, ο παππούς μου, πιο πέρα ο πατέρας μου ο παπα-Νικόλας με συντοπίτες μας, σ’ αυτήν που συναντήσαμε προ ολίγου παρατηρούμε τους Λανίτες να σκέπονται από τα κλαδιά της τεράστιας βελανιδιάς και, βεβαίως, να χαίρονται την αποπεράτωση της κατασκευής ενός πέτρινου γεφυριού. Ετούτη είναι η παλαιότερη απ’ όσες διαθέτουμε και έχει τραβηχτεί δυο χρόνια πριν τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες!... Του αντίχρονου συμπληρώνει εκατόν είκοσι έτη ζωής!…»
«Λαμπρά», λέει ο Κωνσταντίνος.
«Θεσπέσια η όψη του χωριού σας», διατείνεται η Αριστέα.
«Δίκιο είχε ο κύριος Αντρέας, συμπληρώνει η Μαρία. Πάντα με θαυμασμό και λατρεία για το χωριό του μιλούσε και πολύ το ήθελε να το επισκεφτούμε.»
«Και το ’φερε ο Θεός να γίνει…», λέει η Μάρω Τέμπου.
«Ήρθα κι εγώ να δω το φίλο μου», κάνει ο Γιώργος Τέμπος και αγκαλιάζει τον οικοδεσπότη του χώρου κύριο Τάκη, που πιστά Θερμοπύλες φυλά στις νότιες, πλέον, της ελληνοσύνης’’ εσχατιές, την Κύπρο ‘‘την αέρινη’’, τη θαλασσο-φιλούσα.
Την ίδια στιγμή το μωρό σκορπά στο χωριό τις δικές του μελωδίες και – επικροτώντας τη χαρά των μεγάλων για την ομορφιά του τοπίου – πέμπει στ’ άνθη, τους οίκους και τους Λανίτες κάτοικους του τόπου τα απανωτά και ρυθμικά του παλαμάκια.
«Κύριε Τάκη, έχω την οδηγία από τον Αντρέα να βρεθώ και σε δυο άλλα της Λάνιας μέρη: το Κοιμητήριο και την Ανεφανή.»
«Έγινε, Κωνσταντίνε. Δίπλα στο ‘‘Ελαιομουσείο’’ βρίσκεται το φτωχικό μου και πέρα… πέρα μακριά ο τόπος των ‘‘κεκοιμημένων αδελφών μας’’, των παππούδων μας, του πατέρα, της μάνας μου, της μεγάλης οικογένειας των Λανιτών, των λατρεμένων συντοπιτών μας… Θα πάμε με αυτοκίνητο… Είναι τόοοσο μακριά», λέει και δείχνει το μέγεθος της αποστάσεως.
Αφήνοντας το φτωχικό του, δυο βήματα από εκεί, στην καμπή του δρομίσκου στέκεται, ματαδείχνει και υποδεικνύει: «Να, εκεί είναι.»
«Καλά, ρε Τάκη, του λέει ο Γιώργος Τ., μας δουλεύκεις; Ούτε εκατό μέτρα δεν είναι…»
«Ε… Σας είπα… Είναι…»
Σιωπηλοί και αργοβάδιστοι οι πέντε μεγαλύτεροι της παρέας πορεύονται προς τον κοιμητήριο τόπο, ενώ οι νιόπαντροι με το μωρό στέκουν στην ποταμιά και περιμένουν. Σε δυο λεπτά φθάνουν στον περίβολο του Κοιμητηρίου, σπρώχνουν τη μαύρη, μεταλλική θύρα και οδηγούνται στο μνήμα, όπου ευλαβικά αποτείνουν τα δέοντα προς τους μακαριστούς αδελφούς αυτών.
Πισωγυρίζοντας, περνούν από τη ρεματιά, γίνονται πάλι ένα με τη νεαρή οικογένεια και όλοι μαζί φεύγουν για την Ανεφανή, στην είσοδο του οικισμού. Ο κύριος Τάκης πιάνει ένα βράχο, ατενίζει το βάθος του ορίζοντα κατά την Ανατολή και τη Λεμεσό και δίκην αρχαίου ρήτορος παίρνει κι ευφωνεί:
«Εδώ, σε τούτη τη μεριά, έλαυνον οι Λανίτες για να ιδούν αν φανούν και να προϋπαντήσουν τους ξενιτεμένους, να υποδεχτούν τις ταχυδρομικές αποστολές ή το κάρο παλιά και κατόπιν το φορτηγό μεταφοράς ειδών καθημερινής χρήσης για το ‘‘Συνεργατικό Παντοπωλείο’’. Εδώ και την επιστροφή των παλικαριών από τους μεγάλους αγώνες της φυλής.
Έτσι, έλαυνον και τη λαμπρή Κυριακή της 22ας Φεβρουαρίου 1959. Τότε, σύσσωμο το χωρκκό – με τις καλές του φορεσιές, με τα εκκλησιαστικά εξαπτέρυγα, με κλάματα και ύμνους, με τραγούδια και ζητωκραυγές, με μύρτα, άνθη και σείουσες γαλανόλευκες σημαίες – έσπευδε να υποδεχτεί τους Λανίτες ήρωες, που μετά τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τη μακρόχρονη φυλάκιση από τους Εγγλέζους σφαγείς του λαού μας, κατέφθαναν επί φορτηγού δαφνόστεφοι και ελεύθεροι, υψίκορμοι Έλληνες Λεωνιδείς.
Οι συντοπίτες μας το γόνυ τους πλέον έκλειναν μπρος στους αγέρωχους Προμηθείς, που διέσχιζαν τον ελλένιο του τόπου μας ουρανό, κι ο αγωνιστής Λανίτης παπα-Νικόλας Κ. με φλογερά τους καλωσόριζε λόγια. Έπειτα, έσπευσαν στη Λανίτισσα Παναγιά. Η ατμόσφαιρα μυσταγωγική, πασχαλινή, αναστάσιμη. Οι καμπάνες – της σημαιοστολισμένης στα γαλανόλευκα τρίκλιτης βασιλικής εκκλησιάς μας – πάλλονταν χαρμόσυνα. Ο παπα-Νικόλας πανηγυρική ετέλεσεν δοξολογία, εξύμνησες τον ηρωισμό των παλικαριών και εκθείασε τη σύναψη της συνθήκης της 11ης Φεβρουαρίου 1959, την οποία έκρινε ως ορατή πορεία ενώσεως της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα.»
Όση ώρα μιλούσε ο Λανίτης διερμηνευτής της ιστορικής πορείας του τόπου του, ο Κωνσταντίνος έβλεπε στο πρόσωπό του τον πολιτογραφημένο Ευβοέα αδερφό του Ανδρέα, θυμούνταν τα όσα περί Κύπρου έκαναν ή οραματίστηκαν και συγκαιρινά δακρύβρεχε τα λευκοχώματα της Λανίτισσας Ανεφανής.
Η υπόλοιπη συντροφιά στεκόταν σκεφτική και αμίλητη, μα έδειχνε και την κόπωσή της για όσα τώρα εβίωνε στην εμπατή του ευλογημένου ελλάνιου τόπου. Η υπομονή της στέρευε, γιατί έβλεπε πως το φως έγερνε και το μωρό ζητούσε τη γωνιά του, την κλίνη του.
Καιρός ήταν να ευχαριστήσουν τον ξεναγητή τους κύριο Τάκη και – με τα μύρα της λανίτικης ομορφιάς καλά φυλαγμένα στο ερμάρι των ψυχών τους – να κατέλθουν προς της Ερήμης τις ανεμόεσσες γειτονιές.
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Ερήμη Λεμεσού, 13 έως 16 Αυγούστου 2012
(Η επίσκεψη στη Λάνια πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 11 Αυγούστου 2012, ώρα 7 του δειλινού.)
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ: «ΕΛΛΑΝΙΑ»
Λάνα , κόρη του Διονύσου, άνθη, φωτογραφίες υπερμεγέθεις (ο παπα-Νικόλας ανάμεσα σε συντοπίτες του, ο παπα-Μάρκος, ο δάσκαλος Χριστοδούλου με τους μαθητές του, ΦΩΤΟ του 1894 κάτω από την τεράστια βελανιδιά της πλατείας με αφορμή την αποπεράτωση παρακείμενης γέφυρας, η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάνιας στα 1934), το καφενείο του χωριού, ελανία/ελαυνία οδός/Ανεφανή/ελαυνία τοποθεσία
Το όνειρο του Αντρέα για κοινή περιήγηση στα κυπριακά ιστορικά διαπορεύματα… έλαυναν/ελαύνων/ελαύνον
(τα) Βελάνια\Λάνια, τοποθεσία Βαλανάς. Εξ ου και Παναγία Βαλανά. Το, πτηνό αετομάχος, (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί, το Lanius Collurio), αλλιώς ονομάζεται λάνος και το θηλυκό λάνια. Βαλανείο…
Αναφορές στον αετομάχο (μικρόσωμο, εντομοφάγο, μεταναστευτικό πουλί Lanius Collurio, σε συνάρτηση με τη Λάνια, το Τρόοδος και τον Αγώνα …
Eλλάνιος (Ζευς) = λαμπρός, φωτεινός ιερό του στην Αίγινα
Κρασοχώρια της Λεμεσού
Κουμανταρία, ζιβανία (απόσταγμα με ομοιότητα προς τη ρακή)
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Οι συμφωνίες μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων υπογράφηκαν στις 11 Φεβρουαρίου 1959.
Η επίσημη ανακήρυξη του Κυπριακού Κράτους έγινε στη βουλή της Κύπρου τη νύχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Μόρφου και την Αμμόχωστο στις 16 Αυγούστου του 1974.
Σύνθημα ανηρτημένο σε συρματόπλεγμα της Αμμοχώστου: «Μέσα βρίσκεται κλεισμένη η ψυχή μου. ΑΝΟΙΞΤΕ.»
ΙΙΙ. ΚΥΠΡΟΣ ΑΡΝΕY΄ΤΗΣ
«Αυτή τη φωνή τη γνωρίζετε. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου.»
Τότε πού να την ήξερα… Τώρα όμως…
Μωρό ήμουνα μηνών μόλις πέντε, βυζανιάρικο, όταν τα χαράματα της 17ης Ιουνίου του ’74 ένα πουλί, μαυρόπουλο, βαθιά της μάνας μου έμπηξε ραμφιά στην τρυφερή της σάρκα…
Γλυκός είναι του πρωιού ο ύπνος κι εδώ στην Κύπρο η πρωταυγή ροδαλή και χαρωπή περπατεί στον ουρανό, τα βλέφαρα και την ψυχή νωρίς, κατά τις πέντε, παίρνει να ξυπνεί. Τότε, τη βλέπεις να σου δονεί τα χνούδια του κορμιού, να σου φωνά να εγερθείς ολόφρεσκος και χαρωπός, να λάβεις το δισάκι της πρωινής ακμάδας κι ολόδροσος να πορευτείς για όπου το έργο σε καλεί.
Σαν όμως αντί το ροδαλό μαγνάδι της αυγής όπως καθημερνά έρχεται την πρώτη να σου λαλήσει ‘‘Καλημέρα!’’, ομπρός σου την ώρα ετούτη μ’ άγριο και σουβλερό το τρίχωμα ορθώνεται ο μαύρος του θανάτου βρόντος και με ποτάμια σε ποτίζει πίκρα, πώς τους τρυφερούς της βλαστούς των εικοσιδυό της των χρόνων θα μπορούσε να στυλώσει η δόλια μου η μάνα!...
Κι όμως, σαν – ανάσα την ανάσα, λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, ημέρα την ημέρα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα τον μήνα, χρόνο τον χρόνο – ξεφύλλιζε την καυτή φλόγα των αναστεναγμών, των γόων και των γιατί, έπιανε απ’ το μαύρο της γιακά τη μοίρα και της τα ’ψελνε. Τις ώρες αυτές της μεγίστης συλλογής για να ξεχύσει από τα μέσα της το θανατερό φαρμάκι της πίκρας και της απόγνωσης πότε μουρμουριστά και πότε αγριωπά – σαν το σαρκοβόρο ζώο που τρίζει τα σουβλερά του δόντια προς έναν του ανταγωνιστικό αντίπαλο – βοούσε, βογκούσε και ανερμάτιστα μοιρολογούσε.
Η μόνη της παρηγοριά στις ώρες του μεγάλου πόνου εγώ, η Μαρία, που μέρα προς μέρα μεγάλωνα, ομόρφαινα, χαμογελούσα, πετούσα τα πρώτα μου λογάκια και την αστάθεια των βηματισμών μου. Ήμουν το καμάρι της, η παρηγοριά και η ελπίδα της, η αμέρευτη/αμέρωτη έγνοια κι ο χαμογελαστός της ήλιος.
Όπως με θωρούσε, έβλεπε στα σμαραγδένια μου μάτια να στροβιλίζεται Εκείνου η ματιά και η αλκή της ανδρειοσύνης του. Πετούσε τότε τα πέπλα του πένθους, έλαμπε το τρυφερό της πρόσωπο, χαμογελούσε αστρινά και βυθιζόταν στ’ όνειρο, το γλυκό, μα πολύ απατηλό…
«Μαμά, ρωτούσα, πού είναι ο μπαμπάς;»
«Έφυγε, μωρό μου, ταξίδι μακρινό… Στους ουρανούς…»
«Κι έγινε αστέρι, μαμά;»
«Ναι, αστέρι, αστεράκι μου…»
«Και μας φωτάει, μανούλα;»
«Ναι, μωρό μου, μας φωτάει και χαίρεται που είσαι τόσοοοο… γλυκιά!»
Κι άνοιγε τότε την αγκαλιά της, που ’χε το σχήμα του ουρανού και το περίχυμα απ’ του ηλιού το ποθητό το θάλπος απά σε παγωμένα πρόσωπα στη βράση του χειμώνα…
Κι ήμουν εγώ ο ήλιος της και ο ουρανός ο ξάστερος, ο λατρευτός λειμώνας της μες στου Μαγιού την ανθινή την μπόρα.
Κι ο χρόνος με την καμπούρα του γυρτή σε μια βακτηρία, ράβδο πολύκομπη και πολυκυρτωμένη, γοργόφτερος κυλούσε για τα δικά του μάκρη κι η μάνα μου σαν ν’ άσπριζε την μελανή της κόμη…
Εγώ απ’ την άλλη όλο υψωνόμουνα κι όλο ζητούσα επίμονα να μάθω, να γνωρίσω τι έγινε τότε, που οι εμπρηστές του Προεδρικού Μεγάρου και της ειρήνης στην Κύπρο από τον φιμωμένο σταθμό του ΡΙΚ στις 9:15 το πρωί βρυχούνταν και επαίρονταν πως τα δικά τους βόλια ευστόχησαν στην καρδιά κι εκτέλεσαν την ομοψυχία του λαού και του πολιτεύματος, επαιρόμενοι πως «Ο Μακάριος είναι νεκρός!», ενώ από την άλλη ο – κυνηγημένος από αυτούς τους κακούς Ελλαδίτες – Εθνάρχης μας, αφού μέσω Μονής Κύκκου έφτασε στην Πάφο, από τον ελεύθερο ραδιοσταθμό της αντιφωνούσε, πάλλοντας τους αιθέρες του πυρωμένου μεσημεριού της Τρίτης 15 Ιουλίου 1974: «Κυπριακέ λαέ, είμαι ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός και παλεύω μαζί σου. Αγωνίσου κατά της χούντας των Αθηνών, πάλεψε για την ελευθερία σου...»
Ανασήκωνε πλέον όλο και πιο συχνά την μαύρη μπόλια της ψυχής της
Τα παιδικά μου χρόνια είχαν πολύ μαύρο μα και ξάστερα θερινά ξέφωτα. Μαύρο απ’ το δάκρυ, τους αναστεναγμούς και τα ρούχα της μαμάς και των γιαγιάδων μου. Γκριζόμαυρο από την πολιτεία, η οποία σε σχέση με τις οικογένειες των νεκρών της εισβολής ή των αγνοουμένων ελάχιστα μας στήριξε. Μαύρο από την ματιά των συνομηλίκων μου, που μη ξέροντας σχεδόν τίποτα για εκείνην την στιγματική εποχή, κόνταιναν το ανάστημά μου, βλέπαν με αδιαφορία την ορφάνια μου ή και με κακοπιστία ακόμη, καθώς βάζαν με το νου τους μήπως κακοποιός ήταν ο πατέρας μου κι ο θάνατός του αποτέλεσμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών…
Μα όχι δεν μπορούσε με τίποτε να είναι έτσι. Το πίστευα ακραδάντως. Ήταν και κάποιες κουβέντες των οικείων μου, που μιλούσαν για τα φοιτητικά του χρόνια στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης, για το ανήσυχο και φιλελεύθερο πνεύμα του, για τις δημοσιεύσεις του σε δημοκρατικές εφημερίδες, για τη δημιουργία στην πρωτεύουσα το Βορρά μαζί με άλλους Κύπριους φοιτητές μιας κίνησης προβληματισμού και αντίστασης, που ονομαζόταν Αναγέννηση, και όντως επεδίωκε την αναγέννηση της χειμαζόμενης από τον φασιστικό κλοιό μητέρας πατρίδας, για τις φοβέρες και τις απειλές που πολύ συχνά δεχόταν από φιλοχουνταίους της Μεγαλονήσου, για τις ανησυχίες και τους φόβους των δικών του ανθρώπων μήπως κάτι κακό θα συνέβαινε…
Και πώς να μη φοβούνταν, όταν και τον Αρχιεπίσκοπο έβριζαν και απειλούσαν πως θα τον φάει η μαύρη γης, όταν ακουγόταν πως μια αόρατη πλεκτάνη είχε στηθεί στο χιλιοβασανισμένο, μα αγέρωχο κορμί της «Εναλίας γης Κύπρου», διαρκώς εκβίαζε, τρομοκρατούσε και ανηλεώς εξαφάνιζε ελευθερόφρονες Κυπρίους πολίτες (62 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου θανατώθηκαν από τους μπράβους της χούντας και του Γρίβα Διγενή στους προ του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου περιόδου) ………………
Στις 9:15 οι χουντικοί ανακοίνωσαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Αυτός όμως διέφυγε από τον κλοιό, τράβηξε προς τη Μονή Κύκκου, κατόπιν στην Πάφο, όπου υπήρχε ένας ραδιοφωνικός σταθμός και δήλωσε πως:
(Η υπόλοιπη ομιλία του, όπως και το χουντικό ανακοινωθέν της 15ης Ιουλίου, μπορούν να βρεθούν στο Διαδίκτυο.)
ΙV. ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ….
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ:
Προ του πραξικοπήματος 67 άτομα δολοφονήθηκαν από την ΕΟΚΑ Β΄, την οποία ο Μακάριος σε μεγάλη, ανοιχτή συγκέντρωση σε πλατεία της Λευκωσίας τον Ιούνη του ’74, ονομάτιζε ως υπαίτιο των δολοφονιών την ΕΟΚΑ Β΄, την οποία χαρακτήριζε εγκληματική οργάνωση, συμμορία δολοφόνων, που συνεργάζονταν με ξένες δυνάμεις, απεργάζονταν την καταστροφή της Κύπρου, έστρωνε το έδαφος της εισβολής και της διχοτόμησης του νησιού.
Το σχέδιο των χουνταίων ονομαζόταν «Αφροδίτη» και προέβλεπε τη δολοφονία του Μακαρίου και των κορυφαίων αντιφρονούντων, αντικομουνιστική επιχείρηση προπαγάνδας και διώξεων, τοποθέτηση δοτής κυβέρνησης ανδρεικέλων, αυστηρό διαχωρισμό των αλοθρήσκων κ. ά.
Σίσκο: Κατέστρωνε τα σχέδια διαμελισμού της Κύπρου, μέσω ενός πραξικοπήματος, που θα γινόταν το πρόσχημα για την εισβολή. Αμερικάνοι και Εγγλέζοι θα απέτρεπαν ενισχύσεις από την Ελλάδα, τα εγγλέζικα αεροπλάνα του Ακρωτηρίου θα αναχαίτιζαν τα ελληνικά. Χτυπούσαν στην πλάτη και ενεθάρρυναν τους φασίστες να πραξικοπηματίσουν.
Τον 19χρονο Σωτήρη Κωνσταντίνου, που πήγε εθελοντής στις Καταδρομές, επειδή ο αδερφός του ήταν αριστερός, του έκαναν συνεχώς καψόνια και τον βασάνιζαν, του ζητούσαν να λέει αντικομουνιστικά συνθήματα και τραγούδια.
Το πρωί της Τρίτης 15 Ιουλίου 1974 (γύρω στις 8:10) ήχησαν οι σειρήνες και επιτέθηκαν καταδρομείς και τάνκς κατά Προεδρικού Μεγάρου και ΡΙΚ. Άνοιξαν την Κερκόπορτα για την Άλωση της Κύπρου. Νέα αποφράς του ελληνισμού ημέρα. Κωνσταντινούπολη, αδικαίωτο ’21, Μικρασιατική Καταστροφή, Κύπρος.
Τον Κων/νου, πρώτα τον βασάνισαν σκληρά (επειδή αρνούνταν να συμμετάσχει στην αδελφοκτόνα αιματοχυσία), έπειτα τον μαχαίρωσαν πισώπλατα με μαχαίρι ή ξιφολόγχη και τέλος τον πυροβόλησαν με πιστόλι αξ/κού. Τον λασπολόγησαν πως σκοτώθηκε ως πραξικοπηματίας…
Ο πατέρας του πέθανε μετά το γιο από τον καημό του.
Οι περισσότεροι νεκροί αντιφασίστες τάφηκαν στο Κοιμητήριο του Ι. Ν. Κων/νου και Ελένης της Λευκωσίας. Εκεί υπάρχει το Μνημείο Πεσόντων Αγωνιστών με τα δεκάδες ονόματα αυτών σκαλισμένα επ’ αυτού.
Η έρευνα για το Σωτήρη Κωνσταντίνου έγινε το 2007 (33 χρόνια μετά, επί Προεδρίας Τάσου Παπαδόπουλου) και έπειτα από επίμονες προσπάθειες των οικείων του, που θεωρούσαν ότι ο Σωτήρης δολοφονήθηκε. Ευαίσθητος ο Υπουργός Αμύνης ανέθεσε στον εισαγγελέα της έρευνας για τους αγνοούμενους, έγινε εκταφή των οστών του και το πόρισμα βγήκε σε 3 μήνες. Η μάνα του με πρόσωπο χαρακωμένο από τα βάσανα και το χρόνο, στηριζόμενη επί βακτηρίας, παρακολούθησε την τελετή αποκατάστασης της μνήμης του τέκνου της. Σκεπασμένο το φέρετρο των οστών του με μια κυπριακή και μια ελληνική σημαία, ψάλσιμο του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, ταφή σε μνήμα, λόγος του Υπουργού, στρατιωτικό τιμητικό άγημα.
Το αφιέρωμα έγινε για το ΡΙΚ το 2008. Το είδα ανήμερα της επετείου της αποφράδας ημέρας την Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013.
********************************
Την ίδια ημέρα υπήρξε αφιέρωμα στη δολοφονία ενός 27χρονου Γεωπόνου Αντιστασιακού στη Λεμεσό. Η κόρη του, η Μαρία Αρμεύτη, που μιλούσε καταπληκτικά για τα γεγονότα και τις ανθρωπιστικές αντιλήψεις με τις οποίες διαπαιδαγωγεί τους μαθητές της (είναι εκπαιδευτικός) και τα παιδιά της, στις 17 Ιουνίου 1974, που ο πατέρας της δολοφονήθηκε (κατά τις πρώτες πρωινές ώρες) έξω από ένα κέντρο, ήταν τότε μόλις πέντε μηνών. Τώρα, μια πανέμορφη κυρία.
Ως παιδί δεν είχε την αποδοχή και τη στήριξη που προσφερόταν στα άλλα Κυπριωτόπουλα, τα οποία έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο ή ήταν αγνοούμενοι. Τα άλλα παιδιά την έβλεπαν κάπως παράξενα, ελάχιστα είχαν ακούσει για τα προ της εισβολής γεγονότα…
Δεν έχει καθόλου μίσος προς τους δολοφόνους του πατέρα και της πατρίδας της, νιώθει πολύ υπερήφανη που είχε έναν θαυμάσιο πατέρα, με πολύ ανοιχτό πνεύμα, κείμενα δημοσιευμένα ή επιστολές, δεχόταν πολλές απειλές γιατί είχε συστήσει μαζί με άλλους συμφοιτητές του στη Θεσσαλονίκη την Αναγέννηση, μια κίνηση προβληματισμού και αντίστασης. Μέσα σε δυο τρεις μέρες την τύχη του πατέρα της είχαν και άλλα δύο άτομα.
Η Μαρία δεν πίστευε αυτά που της λανσάριζαν ως αλήθεια, ερεύνησε βαθιά σε αρχεία, πήρε συνεντεύξεις, ξεψάχνιζε διαρκώς τους δικούς της, συσχέτιζε και κατέληγε σε συμπεράσματα.
(αρμεύω/ αρμέγω) αρμευ/χτής
********************************
**Ταινία ΑΤΤΙΛΑΣ του Μιχάλη Κακογιάννη:
Ο Μακάριος στις 2/7/1974 έστειλε επιστολή προς τον χουντικό πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη, στην οποία ανάμεσα στα άλλα του έλεγε πως στην Κύπρο δρα η «εγκληματική οργάνωση της ΕΟΚΑ Β΄. […] Οι εγκληματίες αυτοί συνωμοτούν εναντίον μου, διαιρούν τους Ελληνοκυπρίους και προωθούν τη διχοτόμηση του νησιού. […]Ένα αόρατο χέρι αισθάνθηκα ότι ήθελε να με εξαφανίσει.»
Το πρωινό της 15ης Ιουλίου ’74 είχε δεχθεί παιδιά από την Αίγυπτο και ενώ συνομιλούσε μαζί τους, άρχισε το μακελειό.
Στις 9:15 οι χουντικοί ανακοίνωσαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Αυτός όμως διέφυγε από τον κλοιό, τράβηξε προς τη Μονή Κύκκου, κατόπιν στην Πάφο, όπου υπήρχε ένας ραδιοφωνικός σταθμός και δήλωσε πως: «Αυτή τη φωνή τη γνωρίζετε. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου.»
(Η υπόλοιπη ομιλία του, όπως και το χουντικό ανακοινωθέν της 15ης Ιουλίου, μπορούν να βρεθούν στο Διαδίκτυο.)
Την επομένη πληροφορήθηκε πως τανκς κίνησαν προς Πάφο για να τον σκοτώσουν, οπότε οι περί αυτόν τον έπεισαν να φύγει εκτός Κύπρου. Επέστρεψε το Νοέμβρη του ’74.
Στο Κολόσσι, απ’ όπου περνούσε ο παλιός επαρχιακός δρόμος Λευκωσίας-Πάφου, οι χουνταίοι είχαν στήσει παρατηρητήριο, έλεγχαν τους περαστικούς, συλλάμβαναν, βασάνιζαν, τουφεκούσαν.
Ένας παπάς ανέφερε πως στις 15 Ιουλίου έθαψε (σε ομαδικούς τάφους) 110 σκοτωμένους. Μεταξύ αυτών κι ένα 7χρονο κορίτσι.
Τον Αύγουστο του ’74 ο τουρκόλυκος Ετζεβίτ ευχαριστεί δημοσίως τις ΗΠΑ για τη στήριξή τους στο ‘‘κατόρθωμα’’ της εισβολής και της σφαγής της Κύπρου.
Α, ρε Κίσινγκερ, τι Νόμπελ Ειρήνης για το αιματοκύλισμα των λαών σου έπρεπε και εν τέλει σου προσφέρθηκε…
********************************
Εκπομπή στο EXTRA του Γιάννη Δημαρά στις 21/7/2013:
Ανάγνωση κειμένων από το βιβλίο «Γράμματα Μελλοθανάτων», που έχει εκδοθεί στη Λευκωσία:
Ι. «Στη γυναίκα μου Γιαννούλα (προς την οποία λέει πώς θα ήθελε να μεγαλώσει τα παιδιά τους, της ζητάει συγγνώμη που μαζί χάρηκαν τόσο λίγο τις ομορφιές της ζωής και τώρα την αφήνει μες στη θλίψη και με φορτία στους τρυφερούς της ώμους υπέρογκα, κ.ά.)
[…]Αγαπητά μου παιδιά, ν’ ακολουθείτε πάντα τον δρόμο της αρετής και της ελευθερίας.»
Ανδρέας Σ. Παναγίδης, ετών 22. Παλαιομέτοχο Λευκωσίας.
Απαγχονισθείς από τους καλούς μας ‘‘συμμάχους’’, που στο νησί για ν’ αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ, μετέφεραν 40.000 υποψηφίους φονιάδες και πλέον ως μερτικό τους κρατούν το 8% του κυπριακού εδάφους. Οι Τούρκοι έφεραν 60.000 με 70.000 γκριζόλυκους και τρώνε το μηρί του 40% του ωραίου νησιού.
ΙΙ. «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι εσένα
μ’ έναν έρωτα μεγάλο αληθινό
Τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.»
Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Τον απαγχόνισαν στα 18 του. Το τραγούδι το απευθύνει προς την αγαπημένη του και το έχει μελοποιήσει ο Μάριος Τόκας.
Στις 20/7/74 Ανατολή Ηλίου: 4:47. Δύση: 6:59.
Το 1963 και το 1964 οι Τούρκοι είχαν βομβαρδίσει ελληνικά χωριά με ναπάλμ. Τον Αύγουστο του ’64 βομβαρδίστηκε το χωριό Μασούρα και πολλοί θανατώθηκαν, έμειναν ανάπηροι και καμένοι ή τυφλοί.
***ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΣΗΣ:
Πρώτα πήγαν 50 περίπου τολμηρές γυναίκες και κατόπιν 3.000 Ελληνοκύπριες με λευκές σημαίες στα χέρια έσπασαν τις γραμμές του ΟΗΕ και του ΑΤΤΙΛΑ. Κάποιες από αυτές τις συνέλαβαν οι χασάπηδες της Άγκυρας, έμειναν εκεί ως τη δύση του ήλιου και για να μην γίνει αιματοκύλισμα, αποχώρησαν προχωρώντας με τα οπίσθιά τους προς τις ελεύθερες περιοχές. Έφυγαν πισωπατώντας για να μην τους γυρίσουν την πλάτη και αυτοί αρχίσουν τα δικά τους, αλλά και θέλοντας να τους πουν πως εκείνες πολεμούν με τα στήθη ορθωμένα και τα μέτωπά τους καθαρά και όχι σαν κι εκείνους με τις μπαμπεσιές και τη βία.
***Γιώργου Αντωνόπουλου: «Ο Μικρός Φάκελος της Κύπρου»
***Θανάση Χρυσάφη (πολεμιστή της ΕΛΔΥΚ): «Οι άγνωστοι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ του 1974». Περιέχει φωτογραφίες και στοιχεία. Στις 22 Ιουλίου 1974, όταν έγινε εκεχειρία, πολεμούσαν 1.200 Ελδυκάριοι.
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Ερήμη Λεμεσού, 1… έως 1…. Ιουλίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου